Πρόσφατα

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ  ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΙΔΙΟΒΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ  ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΣΤ’ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ [2012]

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 
ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΙΔΙΟΒΟΥΛΟΥ

ΤΟΥ ΠΑΠΑ 
ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΣΤ’

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Προοίμιο

“Η ενδόμυχη φύση της Εκκλησίας εκφράζεται σε τρία καθήκοντα: τη διάδοση του Λόγου του Θεού (κήρυγμα-μαρτυρία), την τέλεση των Ιερών Μυστηρίων (Θεία Λατρεία), την υπηρεσία της αγάπης (διακονία). Είναι καθήκοντα που προϋποθέτουν το ένα το άλλο και δεν μπορούν να χωριστούν το ένα από το άλλο” (Deus Caritas est, 25).

Η διακονία της αγάπης είναι μια συστατική διάσταση της αποστολής της Εκκλησίας και μια αδιαμφισβήτητη έκφραση της ίδιας της ουσίας της (ίδιο). Όλοι οι πιστοί έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να δεσμευτούν προσωπικά για να ζήσουν τη νέα εντολή που μας άφησε ο Χριστός (Ιω 15,12), προσφέροντας στον σύγχρονο άνθρωπο όχι μόνο την υλική βοήθεια αλλά και ανακούφιση και φροντίδα της ψυχής (Deus caritas est, 28). Στην άσκηση της διακονίας της αγάπης, η Εκκλησία καλείται επίσης σε κοινοτικό επίπεδο, από τις μικρές τοπικές κοινότητες ως τις τοπικές Εκκλησίες και την παγκόσμια Εκκλησία. Για τον λόγο αυτό, υπάρχει η ανάγκη της “διοργανώσεώς της, ως προϋπόθεση για να υπάρχει τάξη στην κοινοτική διακονία” (βλ. ίδιο 20), μιας διοργάνωσης διαρθρωμένης και μέσω θεσμικών εκφράσεων.

Σχετικά με αυτή τη διακονία της αγάπης, στην Εγκύκλιο Επιστολή Deus Caritas Est, επεσήμανα ότι «στην επισκοπική δομή της Εκκλησίας […] αντιστοιχεί το γεγονός ότι στις τοπικές Εκκλησίες, οι Επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων, φέρνουν την πρώτη ευθύνη για την πραγματοποίηση» της υπηρεσίας της φιλανθρωπίας (DCE 32), και επισήμαινα ότι «ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου, στους κανόνες για το επισκοπικό διακόνημα, δεν αναφέρει ρητά για την φιλανθρωπία ως ειδικό τομέα της επισκοπικής δραστηριότητας» (ό.π.). Παρά το γεγονός ότι «ο Οδηγός για την Ποιμαντική Διακονία των Επισκόπων εμβάθυνε πιο συγκεκριμένα στο καθήκον της φιλανθρωπίας ως ουσιαστικό καθήκον όλης της Εκκλησίας και του Επισκόπου στην εκκλησιαστική του Επαρχία» (ό.π.), ωστόσο, παραμένει η ανάγκη να καλυφθεί το προαναφερθέν κενό στη νομοθεσία, προκειμένου ο κανόνας να εκφράσει κατάλληλα τη σημασία της υπηρεσίας της φιλανθρωπίας στην Εκκλησία και τη συστατική σχέση της με το επισκοπικό διακόνημα περιγράφοντας τις νομικές πτυχές που αυτή η υπηρεσία συνεπάγεται μέσα στην Εκκλησία, ιδιαίτερα όταν ασκείται με οργανωμένο τρόπο και με τη ρητή υποστήριξη των ποιμένων.

Από αυτή την άποψη, λοιπόν, με το σημερινό Ιδιόβουλο (Motu proprio) σκοπεύω να δώσω ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο διευθετεί καλύτερα, στις γενικές τους πτυχές, τις διάφορες οργανωμένες εκκλησιαστικές μορφές της φιλανθρωπίας που συνδέεται στενά με τη διακονική φύση της Εκκλησίας και της επισκοπικής διακονίας .

Είναι σημαντικό, ωστόσο, να έχουμε κατά νου ότι “η πρακτική δράση μένει ανεπαρκής, αν μέσα σ’ αυτήν δεν γίνεται αντιληπτή η αγάπη για τον άνθρωπο, μια αγάπη που τρέφεται από τη συνάντηση με τον Χριστό” (ό.π., 34). Ως εκ τούτου, στην φιλανθρωπική δραστηριότητα, τα καθολικά ιδρύματα δεν πρέπει να περιορίζονται σε απλή συλλογή ή διανομή κεφαλαίων, αλλά πρέπει πάντα να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο άτομο που έχει ανάγκη, και να ασκούν ένα πολύτιμο παιδαγωγικό ρόλο μέσα στην χριστιανική κοινότητα, καλλιεργώντας το πνεύμα του μοιράσματος, του σεβασμού και της αγάπης σύμφωνα με τη λογική του Ευαγγελίου του Χριστού. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Εκκλησίας, σε όλα τα επίπεδα, πρέπει να αποφύγει τον κίνδυνο να καταλήξει σε μια κοινή οργάνωση πρόνοιας, καθιστώντας την μια απλή παραλλαγή της (βλ. ό.π., 31).

Οι οργανωμένες πρωτοβουλίες στον τομέα της φιλανθρωπίας, που προωθούνται από τους πιστούς σε διάφορα μέρη είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και απαιτούν κατάλληλη διαχείριση. Πιο συγκεκριμένα, έχουν αναπτυχθεί σε ενοριακό, τοπικό και διεθνές επίπεδο οι δραστηριότητες των «Κάριτας», έναν θεσμό που προωθεί η εκκλησιαστική ιεραρχία, που έχουν δικαίως κερδίσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των πιστών και πολλών άλλων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο για τη γενναιόδωρη και συνεπή μαρτυρία της πίστης, καθώς επίσης και για τη συγκεκριμένη βοήθεια σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Παράλληλα με αυτή την τεράστια πρωτοβουλία, που στηρίζεται επίσημα από την Εκκλησία, έχουν εμφανιστεί, σε διάφορα μέρη, πολλές άλλες πρωτοβουλίες που προήλθαν από την ελεύθερη στράτευση των πιστών, οι οποίοι, με διάφορους τρόπους, και με τη δική τους προσπάθεια, θέλουν να εκδηλώσουν συγκεκριμένα την αγάπη τους σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Ενώ όλες οι πρωτοβουλίες έχουν ξεχωριστή προέλευση και νομικό καθεστώς, εκφράζουν ωστόσο την ευαισθησία και την επιθυμία να ανταποκριθούν στο ίδιο κάλεσμα.

Η Εκκλησία ως θεσμός δεν μπορεί να θεωρηθεί αμέτοχη στην προώθηση οργανωμένων πρωτοβουλιών, που είναι μια ελεύθερη έκφραση της φροντίδας των βαπτισμένων για τους ανθρώπους και τους λαούς που έχουν ανάγκη. Συνεπώς, οι Ποιμένες τις καλωσορίζουν πάντα ως εκδήλωση συμμετοχής του καθενός στην αποστολή της Εκκλησίας, σεβόμενοι τα χαρακτηριστικά και την αυτονομία διοίκησης που από τη φύση τους αρμόζουν στην κάθε μια από αυτές ως εκδήλωση της ελευθερίας των βαπτισμένων.

Παράλληλα, η εκκλησιαστική αρχή προώθησε, με δική της πρωτοβουλία, συγκεκριμένα έργα στα οποία προβλέπει να διοχετεύσει θεσμικά τις δωρεές των πιστών, σύμφωνα με τις κατάλληλες νομικές και λειτουργικές μορφές που επιτρέπουν να φτάσουν πιο αποτελεσματικά στην κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών.

Ωστόσο, στο βαθμό που οι εν λόγω δραστηριότητες προωθούνται από την ίδια την Ιεραρχία, ή στηρίζονται ρητά από τους εκκλησιαστικούς Ποιμένες, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι η διαχείριση τους γίνεται σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας και με τις προθέσεις των πιστών, με σεβασμό στους νόμιμους κανόνες της πολιτικής εξουσίας. Μπροστά σε αυτές τις απαιτήσεις, ήταν απαραίτητο να προσδιοριστούν στο Δίκαιο της Εκκλησίας ορισμένοι βασικοί κανόνες, εμπνευσμένοι από τα γενικά κριτήρια της διδασκαλίας του Κανονικού Δικαίου, που θα καθιστούν σαφείς, σε αυτό τον τομέα δραστηριοτήτων, τις νομικές ευθύνες που λαμβάνονται εν προκειμένω από τα διάφορα εμπλεκόμενα υποκείμενα, σκιαγραφώντας ιδιαίτερα τη θέση εξουσίας και συντονισμού, στον τομέα αυτό, του τοπικού Επισκόπου. Ωστόσο αυτοί οι κανόνες έπρεπε να έχουν επαρκή ευρύτητα για να συμπεριλάβουν την αξιόλογη ποικιλία των Καθολικής έμπνευσης ιδρυμάτων τα οποία δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα, τόσο αυτά που συστάθηκαν με την προτροπή της ίδιας της Ιεραρχίας, όσο και αυτά που εμφανίστηκαν από τη άμεση πρωτοβουλία των πιστών, αλλά έγιναν αποδεκτά και ενθαρρύνθηκαν από τους τοπικούς Ποιμένες. Αν και είναι αναγκαίο να θεσπιστούν κανόνες στο θέμα αυτό, πρέπει όμως να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις της δικαιοσύνης και της ευθύνης που λαμβάνουν οι Ποιμένες απέναντι στους πιστούς, σεβόμενοι τη νόμιμη αυτονομία κάθε ιδρύματος.

 

Διατάξεις

Κατά συνέπεια, μετά από πρόταση του Καρδινάλιου Προέδρου του Ποντιφικού Συμβουλίου “Cor Unum”, και έχοντας ακούσει τη γνώμη του Ποντιφικού Συμβουλίου για τα νομοθετικά κείμενα, καθορίζω και αποφασίζω τα εξής:

Άρθρο 1

  • 1. Οι πιστοί έχουν το δικαίωμα να συνεταιρίζονται και να ιδρύουν οργανισμούς που υλοποιούν συγκεκριμένες φιλανθρωπικές υπηρεσίες, ειδικά υπέρ των φτωχών και των πασχόντων. Εφόσον οι οργανισμοί αυτοί συνδέονται με την διακονία της αγάπης των Ποιμένων της Εκκλησίας και / ή σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό τη συμβολή των πιστών, οφείλουν να υποβάλουν το καταστατικό τους για έγκριση από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή και να τηρούν τους κανόνες που ακολουθούν.
  • 2. Με τους ίδιους όρους, είναι επίσης δικαίωμα των πιστών να συστήσουν ιδρύματα για να χρηματοδοτήσουν συγκεκριμένες φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες, σύμφωνα με τους Καν.1303 CIC και 1047 CCEO. Αν αυτό το είδος ιδρυμάτων ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην § 1 θα τηρηθούν επίσης οι διατάξεις του παρόντος νόμου εναρμονίζοντας τις ομοειδείς διατάξεις.
  • 3. Εκτός από την τήρηση της κανονικής νομοθεσίας, οι συλλογικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες στις οποίες αναφέρεται αυτό το Ιδιόβουλο υποχρεούνται να ακολουθούν τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας στις δραστηριότητές τους και δεν μπορούν να δεχθούν δεσμεύσεις που μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να επηρεάσουν την τήρηση αυτών των αρχών.
  • 4. Οι Οργανισμοί και τα Ιδρύματα που προωθούνται για σκοπούς φιλανθρωπίας από τις Κοινότητες αφιερωμένης ζωής και τα Τάγματα αποστολικής ζωής να τηρούν τους παρόντες κανόνες και να ακολουθούν τις διατάξεις των Καν. 312 § 2 CIC και 575 § 2 CCEO.

Άρθρο 2

  • 1. Στο Καταστατικό κάθε φιλανθρωπικού οργανισμού στο οποίο αναφέρεται το προηγούμενο άρθρο, εκτός από τη θεσμική ευθύνη και τις διοικητικές δομές σύμφωνα με τον Καν. 95 § 1 CIC θα περιλαμβάνονται οι αρχές που τον διαπνέουν και ο σκοπός της πρωτοβουλίας, ο τρόπος διαχείρισης των κεφαλαίων, το προφίλ των συνεργατών του, καθώς και οι εκθέσεις και οι πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται στην αρμόδια εκκλησιαστική Αρχή.
  • 2. Μια φιλανθρωπική οργάνωση μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο “Καθολική” μόνο με τη γραπτή συγκατάθεση της αρμόδιας Αρχής, όπως υποδεικνύεται από τον Καν. 300 CIC.
  • 3. Οι οργανισμοί που προωθούνται από τους πιστούς με φιλανθρωπικό σκοπό μπορούν να έχουν έναν εκκλησιαστικό Παραστάτη που ορίζεται από το καταστατικό, σύμφωνα με τους Καν. 324 § 2 και 317 CIC.
  • 4. Ταυτόχρονα, η Εκκλησιαστική Αρχή πρέπει να έχει κατά νου το καθήκον να ρυθμίσει την άσκηση των δικαιωμάτων των πιστών σύμφωνα με τους καν. 223 § 2 CIC και 26 § 2 CCEO, προκειμένου να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός των πρωτοβουλιών διακονίας της αγάπης σε βάρος της λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

Άρθρο 3

  • 1. Ως αποτέλεσμα των προηγούμενων άρθρων, αρμόδια Αρχή εννοείται στα αντίστοιχα επίπεδα, ό,τι υποδεικνύεται από τους Καν. 312 CIC και 575 CCEO.
  • 2. Σχετικά με τους μη εγκεκριμένους φορείς σε εθνικό επίπεδο, ακόμη και όταν δραστηριοποιούνται σε διάφορες εκκλησιαστικές επαρχίες, αρμόδια Αρχή είναι ο Επίσκοπος του τόπου όπου ο φορέας έχει την κύρια έδρα του. Σε κάθε περίπτωση, ο φορέας έχει καθήκον να ενημερώνει τους Επισκόπους των άλλων εκκλησιαστικών επαρχιών όπου δραστηριοποιείται και να σέβεται τις υποδείξεις τους σχετικά με τη δράση των διαφόρων φιλανθρωπικών οντοτήτων που υπάρχουν στις επαρχίες τους.

Άρθρο 4

  • 1. Ο τοπικός Επίσκοπος (βλ. καν. 134 § 3 CIC και 987 CCEO) ασκεί την ποιμαντική του φροντίδα για τη διακονία της αγάπης στην τοπική Εκκλησία που του έχει ανατεθεί υπό την ιδιότητα του Ποιμένα, οδηγού, και πρώτου υπεύθυνου αυτής της διακονίας.
  • 2. Ο τοπικός Επίσκοπος διευκολύνει και στηρίζει πρωτοβουλίες και έργα υπηρεσίας στον συνάνθρωπο στην τοπική Εκκλησία και διεγείρει στους πιστούς το ζήλο της φιλανθρωπίας ως έκφραση της χριστιανικής ζωής και συμμετοχής στην αποστολή της Εκκλησίας, όπως επισημαίνουν οι Καν. 215 και 222 CIC και 25 και 18 CCEO.
  • 3. Ο τοπικός Επίσκοπος είναι αρμόδιος να επαγρυπνεί ώστε στη δραστηριότητα και στη διαχείριση αυτών των οργανισμών να τηρούνται πάντοτε οι διατάξεις του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, γενικού και τοπικού, καθώς επίσης οι επιθυμίες των πιστών που έχουν προβεί σε δωρεές ή έχουν αφήσει κληροδοτήματα γι’ αυτούς τους ειδικούς σκοπούς (βλ. Καν. 1300 CIC και 1044 CCEO).

Άρθρο 5

Ο τοπικός Επίσκοπος ας διασφαλίζει στην Εκκλησία το δικαίωμα να ασκεί τη διακονία της αγάπης και φροντίζει ώστε οι πιστοί και τα θεσμικά όργανα που υπόκεινται στην εποπτεία του να τηρούν τη νόμιμη αστική νομοθεσία σε αυτό το θέμα.

Άρθρο 6

Όπως αναφέρουν οι Καν. 394 § 1 CIC και 203 § 1 CCEO, είναι καθήκον του τοπικού Επισκόπου, να συντονίζει στην τοπική του Εκκλησία τα διάφορα έργα φιλανθρωπίας, τόσο αυτά που προωθούνται από την ίδια την Ιεραρχία όσο και εκείνα που αντιστοιχούν στην πρωτοβουλία των πιστών, με σεβασμό στην αυτονομία που τα διέπουν σύμφωνα με τα Καταστατικά του καθένα. Φροντίζει ιδιαίτερα ώστε οι δραστηριότητές τους να διατηρούν ζωντανό το ευαγγελικό πνεύμα.

Άρθρο 7

  • 1. Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 § 1 υποχρεούνται να επιλέγουν τους συνεργάτες τους μεταξύ ανθρώπων που συμμερίζονται, ή τουλάχιστον σέβονται, την Καθολική ταυτότητα αυτών των έργων.
  • 2. Προκειμένου να εγγυηθεί την ευαγγελική μαρτυρία στην διακονία της αγάπης, ο τοπικός Επίσκοπος φροντίζει ώστε όσοι εργάζονται στην ποιμαντική της φιλανθρωπίας της Εκκλησίας, εκτός από την απαραίτητη επαγγελματική ικανότητα, να είναι υπόδειγμα χριστιανικής ζωής και να μαρτυρούν μια καλλιέργεια της καρδιάς που να τεκμηριώνει την πίστη στο έργο αυτό φιλανθρωπίας Για το σκοπό αυτό, ο τοπικός Επίσκοπος να παρέχει εκπαίδευση σε θεολογικό και ποιμαντικό επίπεδο, με ειδικά προγράμματα σπουδών σε συνεννόηση με τους διευθυντές των διαφόρων οργανισμών και με κατάλληλες ευκαιρίες εμπειριών πνευματικής ζωής.

Άρθρο 8

Όπου είναι αναγκαίο λόγω του αριθμού και της ποικιλίας των πρωτοβουλιών, ο τοπικός Επίσκοπος ιδρύει στην τοπική Εκκλησία και στο όνομά του γραφείο συντονισμού της διακονίας της αγάπης.

Άρθρο 9

  • 1. Ο Επίσκοπος διευκολύνει τη δημιουργία, σε κάθε ενορία της εκκλησιαστικής του επαρχίας μιας υπηρεσίας «Κάριτας» ή κάτι ανάλογο, η οποία να προωθεί και μια παιδαγωγική δράση στο σύνολο της κοινότητας για να εκπαιδεύει τους πιστούς στο πνεύμα της έννοιας του μοιράσματος και της αυθεντικής φιλανθρωπίας. Όπου θεωρηθεί σκόπιμο, η υπηρεσία αυτή θα συσταθεί από κοινού με διάφορες ενορίες της ίδιας επαρχίας.
  • 2. Εναπόκειται στον Επίσκοπο και στον εφημέριο να εξασφαλίσουν σε κάθε ενορία μαζί με την «Κάριτας», τη συνύπαρξη και να ανάπτυξη φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών υπό τον γενικό συντονισμό του εφημερίου, λαμβάνοντας όμως υπόψη ό,τι αναφέρεται στο άρθρο 2 § 4.
  • 3. Είναι καθήκον του τοπικού Επισκόπου και των εκάστοτε εφημερίων να αποφεύγουν, σε αυτό το θέμα, τα λάθη ή τις παρανοήσεις των πιστών, έτσι ώστε να εμποδίζουν τη διαφήμιση πρωτοβουλιών μέσω δομών της εκκλησιαστικής επαρχίας ή ενοριών, οι οποίες πρωτοβουλίες, ενώ παρουσιάζονται με φιλανθρωπικούς σκοπούς, προτείνουν επιλογές ή μεθόδους που αντίκεινται στη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Άρθρο 10

  • 1. Είναι αρμοδιότητα του Επισκόπου να εποπτεύει τα εκκλησιαστικά αγαθά των φιλανθρωπικών οργανισμών που υπόκεινται στην δικαιοδοσία του.
  • 2. Είναι καθήκον του τοπικού Επισκόπου να διασφαλίζει ότι τα έσοδα από τις προσφορές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των καν. 1265 και 1266 CIC και καν. 1014 και 1015 CCEO, προορίζονται για το σκοπό για τον οποίο έχουν συλλεχθεί (Καν. 1267 CIC, 1016 CCEO).
  • 3. Ειδικότερα, ο τοπικός Επίσκοπος πρέπει να αποφεύγει να χρηματοδοτούνται οι φιλανθρωπικές οργανώσεις που υπόκεινται στην δικαιοδοσία του από οργανισμούς ή θεσμούς που επιδιώκουν σκοπούς αντίθετους προς τη Διδασκαλία της Εκκλησίας. Παρομοίως, για να μη γίνουν αιτία σκανδάλου των πιστών, ο τοπικός Επίσκοπος οφείλει να εμποδίσει τις φιλανθρωπικές οργανώσεις να δέχονται εισφορές για πρωτοβουλίες οι οποίες, στο σκοπό και στα μέσα που χρησιμοποιούν για να τον πετύχουν, δεν συνάδουν με τη Διδασκαλία της Εκκλησίας.
  • 4. Ο Επίσκοπος φροντίζει ιδιαίτερα ώστε η διαχείριση των πρωτοβουλιών που εξαρτώνται από εκείνον να είναι μαρτυρία χριστιανικής λιτότητας. Για τον σκοπό αυτόν, θα φροντίσει ώστε οι μισθοί και το κόστος λειτουργίας, αφενός να ανταποκρίνονται στις αρχές της δικαιοσύνης και στα απαραίτητα επαγγελματικά προσόντα, αφετέρου να βρίσκονται σε αναλογία με τα αντίστοιχα έξοδα της Επισκοπικής του Κουρίας.
  • 5. Για να επιτραπεί στην εκκλησιαστική Αρχή που αναφέρεται στο άρθρο. 3 § 1 η άσκηση του καθήκοντος της επαγρύπνησης, οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 § 1 υποχρεούνται να υποβάλλουν στον υπεύθυνο Επίσκοπο την ετήσια έκθεση με τον τρόπο που υποδεικνύεται από τον ίδιο.

Άρθρο 11

Ο τοπικός Επίσκοπος υποχρεούται, εάν είναι απαραίτητο, να κοινοποιεί στους πιστούς του ότι η δραστηριότητα μιας συγκεκριμένης φιλανθρωπικής οργάνωσης δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτήσεις της Διδασκαλίας της Εκκλησίας, απαγορεύοντας έτσι τη χρήση του λήμματος «Καθολική»  και λαμβάνοντας τα δέοντα μέτρα όπου εμφανίζονται προσωπικές ευθύνες

Άρθρο 12

  • 1. Ο τοπικός Επίσκοπος ας ευνοεί την εθνική και διεθνή δράση φιλανθρωπικών οργανώσεων που υπόκεινται στη φροντίδα του, ιδιαίτερα τη συνεργασία με τις φτωχότερες εκκλησιαστικές περιοχές σύμφωνα με όσα ορίζονται από τους καν. 1274 § 3 CIC και 1021 § 3 CCEO.
  • 2. Η ποιμαντική μέριμνα για φιλανθρωπικά έργα, ανάλογα με τις περιστάσεις χρόνου και τόπου, σύμφωνα με το Δίκαιο, μπορεί να ασκηθεί από κοινού με διάφορους Επισκόπους όμορων περιφερειών μέσα στο πνεύμα συνεργασίας των τοπικών Εκκλησιών. Αν η μέριμνα είναι διεθνούς επιπέδου, συνιστάται η συμβουλευτική συνδρομή της αρμόδιας Υπηρεσίας της Αγίας Έδρας. Είναι επίσης σκόπιμο, για φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες εθνικού επιπέδου, ο τοπικός Επίσκοπος να συμβουλεύεται το αρμόδιο γραφείο της Συνόδου της Ιεραρχίας για φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες εθνικού επιπέδου.

Άρθρο 13

Παραμένει ακέραιο το δικαίωμα της εκκλησιαστικής Αρχής του τόπου να δώσει τη σύμφωνη γνώμη της στις πρωτοβουλίες των καθολικών οργανισμών που θα αναληφθούν εντός των ορίων της αρμοδιότητάς της, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας και την ταυτότητα της κάθε οργάνωσης. Είναι καθήκον της ίδιας εκκλησιαστικής Αρχής, ως «Ποιμένας» να επαγρυπνεί ώστε οι δραστηριότητες που διεξάγονται στην τοπική Εκκλησία να είναι σύμφωνες με την εκκλησιαστική πειθαρχία, απαγορεύοντάς τες ή ενδεχομένως λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα εάν δεν συμμορφώνονται.

Άρθρο 14

Όπου ενδείκνυται, ο Επίσκοπος προωθεί τις πρωτοβουλίες για φιλανθρωπικές υπηρεσίες σε συνεργασία με άλλες Εκκλησίες ή Εκκλησιαστικές Κοινότητες, χωρίς να θίγονται οι ιδιαιτερότητες της καθεμίας.

Άρθρο 15

  • 1. Το Ποντιφικό Συμβούλιο “Cor Unum” έχει ως καθήκον να προωθεί την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας και να τη διασφαλίζει σε όλα τα επίπεδα, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του Ποντιφικού Συμβουλίου για τους Λαϊκούς πάνω στους Συλλόγους των πιστών, όπως προβλέπει το άρθρο 133 της Αποστολικής Διάταξης Pastor Bonus και το Τμήμα της Γραμματείας του Κράτους (του Βατικανού) για τις Σχέσεις με τα Κράτη και με την επιφύλαξη των γενικών αρμοδιοτήτων άλλων Υπηρεσιών και Οργανισμών της Ρωμαϊκής Κουρίας. Ιδιαίτερα, το Ποντιφικό Συμβούλιο “Cor Unum” φροντίζει ώστε η διακονία της αγάπης των Καθολικών θεσμών σε διεθνές επίπεδο να ασκείται πάντοτε, σε κοινωνία με τις αντίστοιχες τοπικές Εκκλησίες.
  • 2. Είναι στην αρμοδιότητα το Ποντιφικού Συμβουλίου «Cor Unum» η κανονική σύσταση φιλανθρωπικών οργανισμών σε διεθνές επίπεδο, αναλαμβάνοντας στη συνέχεια τα καθήκοντα πειθαρχίας και προαγωγής που αντιστοιχούν στο Δίκαιο.

Όλα αυτά που έχω αποφασίσει με αυτή την Αποστολική Επιστολή σε μορφή Ιδιόβουλου (Motu Proprio), διατάσσω να τηρούνται ολοκληρωτικά, παρά την οποιαδήποτε αντίθεση έστω και αν αξίζει να απολαύσει ιδιαίτερης μνείας και καθορίζω να δημοσιευτεί στην καθημερινή εφημερίδα Osservatore Romano “και να τεθεί σε ισχύ στις 10 Δεκεμβρίου 2012.

Δόθηκε στη Ρώμη, Βασιλική Αγίου Πέτρου, στις 11 Νοεμβρίου 2012,

Όγδοο Έτος της Αρχιερατείας μου.

ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’

Πάπας

Related Articles

«Θα στρέψουν το βλέμμα προς Εκείνον που τρύπησαν με λόγχη» [2007]

Μήνυμα του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ για την Αγ. Τεσσαρακοστή 2007 «Θα στρέψουν το βλέμμα προς Εκείνον που τρύπησαν με λόγχη»   Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές! «Θα στρέψουν το βλέμμα προς Εκείνον που τρύπησαν» (Ιω.19,37). Αυτό […]

ΠΗΝ 2011 Μαδρίτη: Επιστολή του πάπα Βενέδικτου προς όλους τους Καθολικούς Νέους του κόσμου

Μήνυμα Μαδρίτης Κατά την ημέρα της γιορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος,( 6 Αυγούστου 2011 ), ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος 16ος  έστειλε μια επιστολή προς όλους τους Καθολικούς Νέους του κόσμου, προσκαλώντας τους στη Μαδρίτη, τον […]

«Οι ιερατικές και μοναχικές κλήσεις, σημάδι της ελπίδας, θεμελιωμένης πάνω στην πίστη» [2013]

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΣΤ’  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΕΡΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ [2013] Θέμα: «Οι ιερατικές και μοναχικές κλήσεις, σημάδι της ελπίδας, θεμελιωμένης πάνω στην πίστη» Αγαπητοί Αδελφοί και Αδελφές, Κατά […]