Πρόσφατα

Για την ποιμαντική των διαζευγμένων [2006]

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αρ.Πρωτ.:3600/06

Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 2006

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Προς τους Εφημερίους, Ιερείς και Ιερομονάχους

των Εκκλησιαστικών Επαρχιών

της καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος

για την ποιμαντική των διαζευγμένων

«Χάρη σε σας και ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μας και τον Κύριο Ιησού Χριστό» ( Ρωμ.1,7)

1.– Μετά από την Ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με τη φροντίδα της Ιεράς Συνόδου στις 7 Νοεμβρίου 2005 με θέμα: «η ποιμαντική για τους διαζευγμένους». (Βλ. «Δελτίον Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος» – Νοέμβριος 2005, αρ.73). εμείς οι Επίσκοποι συνεχίσαμε τη μελέτη του θέματος, κατά την τακτική φθινοπωρινή Σύνοδο, και θελήσαμε να σας απευθύνουμε την παρούσα Επιστολή, για να σας δώσουμε ορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες, που αφορούν στην ποιμαντική για τους πιστούς μας που είναι διαζευγμένοι και έχουν τελέσει δεύτερο γάμο. Σ’ αυτή την επικοινωνία μας μαζί σας έχουμε υπόψη κυρίως την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, που αφορά σ’αυτό το σοβαρό ποιμαντικό θέμα.

Η ραγδαία αύξηση των διαζυγίων, ακόμα και στις δικές μας μικρές κοινότητες, αποτελεί για εμάς ένα ανησυχητικό σημείο, που μας λέει ότι δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, αλλά να δραστηριοποιηθούμε με όλες μας τις δυνάμεις για το καλό των πιστών μας. Όπως συμβαίνει για κάθε κακό, έτσι και για το «κακό» του διαζυγίου η καλύτερη μέθοδος για να το αντιμετωπίσουμε είναι η πρόληψη.

Το αδιάλυτο του γάμου

2.– «Χαρακτηριστικό της συζυγικής κοινωνίας είναι όχι μόνον η ενότητα αλλά και το αδιάλυτο: “Η στενή αυτή κοινωνία, ως δώρο αμοιβαίο δύο προσώπων, αλλά επίσης και το καλό των παιδιών, απαιτούν την πλήρη πιστότητα των συζύγων και διεκδικούν την αδιάλυτη ενότητά τους” (GS, 48). “Είναι καθήκον ουσιώδες της Εκκλησίας, να επιβεβαιώσει με δύναμη τη διδασκαλία που κηρύττει το αδιάλυτο του γάμου(…) Το δώρο του μυστηρίου, για τους χριστιανούς συζύγους, είναι συγχρόνως κάλεσμα και εντολή να μείνουν για πάντα πιστοί ο ένας στον άλλο, πέρα από τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες, υπακούοντας γενναία στο θείο θέλημα του Κυρίου”» (Εγκύκλιος του Ιωάννου-Παύλου του Β΄ Familiaris Consortio [=F.C.], 20).

Βέβαια, καθώς ζούμε σε μια κοινωνία αποχριστιανοποιημένη και εκκοσμικευμένη, τα διαζύγια έχουν πάρει ρυθμούς πραγματικής επιδημίας και η πίστη των καθολικών μας έχει χαλαρώσει και συχνά δεν είναι πια ικανή να αντέξει στα κακά παραδείγματα που προσφέρει η κοινωνία ως πρότυπα γάμου. Αρκεί κανείς να παρακολουθήσει κάποιο από τα ελληνικά ή ξένα σίριαλ που προβάλλονται καθημερινά από τις τηλεοράσεις μας για να καταλάβει ποια είναι πλέον τα πρότυπα της οικογένειας και ποιος ο τύπος σχέσης που κυριαρχεί σήμερα μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Αν και στον τόπο μας ακόμη δεν έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο, εντούτοις τα Μ.Μ.Ε. δείχνουν ως απόλυτα φυσιολογικό το γάμο ακόμη και μεταξύ ομοφυλόφιλων που πραγματοποιείται σε άλλες χώρες, ή τη συμβίωση χωρίς γάμο, γεγονός, αυτό το τελευταίο, που παρουσιάζεται όλο και πιο συχνά και στη χώρα μας, ακόμη και μεταξύ των καθολικών μας.

3. – Με την ευκαιρία αυτή θα θέλαμε να σας υπενθυμίσουμε ότι οφείλουμε να ενημερώνουμε εγκαίρως, κυρίως την νεολαία μας, για το αδιάλυτο του γάμου που αφορά όχι μόνο στον καθολικό γάμο αλλά και στον ορθόδοξο. Πράγματι, εμείς οι καθολικοί αναγνωρίζουμε τον ορθόδοξο γάμο ως έγκυρο Μυστήριο ισότιμο του καθολικού με όσες συνέπειες αυτό συνεπάγεται. Επομένως πρέπει να γνωρίζουν οι καθολικοί νέοι και νέες μας ότι δεν μπορούν να συνάψουν γάμο με έναν(μία) ορθόδοξο διαζευγμένο(-η), διότι και ο ορθόδοξος γάμος θεωρείται από την καθολική Εκκλησία ως μοναδικός και αδιάλυτος.

4.– Στον τόπο μας η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο διότι η καθολική μειονότητα επηρεάζεται από το γεγονός της εύκολης λύσης του γάμου, που χορηγεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στους πιστούς της. Οι πιστοί μας δεν καταλαβαίνουν γιατί η καθολική Εκκλησία είναι τόσο ανένδοτη, όσον αφορά το αδιάλυτο του γάμου, και νομίζουν πως αυτό είναι απλώς μια εμμονή στην αδιάλλακτη στάση της.

5.– Όμως, όπως έλεγε ο αείμνηστος Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’, «Όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες οι προερχόμενες από το κοινωνικό περιβάλλον για βιώσουν οι σύζυγοι το μυστήριο του γάμου, τόσο περισσότερες πρέπει να είναι οι προσπάθειες για να προετοιμασθούν κατάλληλα οι σύζυγοι να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους» ( 4/10/1991. AAS 84 (1992) σελ.854)

Ως ποιμένες και διδάσκαλοι, οφείλουμε να εξηγούμε στους πιστούς μας ότι είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός που θέλησε το γάμο αδιάλυτο (βλ. Μτ. 19, 6) και η Εκκλησία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να παραμένει πιστή στο θέλημά του. Η βιβλική και θεολογική διδασκαλία γύρω από την ενότητα και το αδιάλυτο της συζυγικής κοινωνίας, μπορούν να έχουν μια θετική ανταπόκριση από τους πιστούς μας, αν παράλληλα με τη διδασκαλία, καλλιεργείται η πίστη τους με την κατήχηση, την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, την προσευχή, την πιστότητα στον νόμο του Χριστού και κυρίως με τη συμμετοχή στα μυστήρια της Μετανοίας και της Ευχαριστίας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μυστήριο του Γάμου είναι ένα διαρκές μυστήριο, όπως το Βάπτισμα, και επομένως υπάρχει μια «πνευματικότητα» της συζυγικής ζωής βασισμένη στην ιδιαίτερη χάρη αυτού του μυστηρίου. Αυτό σημαίνει πως οι σύζυγοι δεν αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις αναπόφευκτες δυσκολίες και κρίσεις του συζυγικού βίου, αλλά συνοδεύονται συνεχώς από τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού. Αρκεί να είναι έτοιμοι να δεχθούν αυτή τη Χάρη. Εμείς πρέπει να βοηθούμε τα ζευγάρια να αντιλαμβάνονται πάντοτε αυτή τη στοργική παρουσία του Θεού μέσα στην οικογένειά τους, ενθαρρύνοντάς τα να προσεύχονται από κοινού και να ανανεώνουν τις υποσχέσεις της συζυγικής αγάπης και πιστότητας με την ευκαιρία της επετείου του γάμου τους, και όχι μόνο στην εικοσιπενταετία και πεντηκονταετία, αλλά και σε κάθε ευκαιρία.

6.– Ο Κώδικας του Κανονικού Δικαίου, στον καν. 1063, υποχρεώνει τους Ποιμένες να φροντίζουν για την διαπαιδαγώγηση των πιστών σχετικά με το χριστιανικό γάμο. Εκτός του κηρύγματος και της κατήχησης προς τις διάφορες ηλικίες, ο κανόνας αυτός ορίζει να υπάρχει: «μια προσωπική προετοιμασία για την ιεροτελεστία του γάμου, έτσι ώστε οι σύζυγοι να προετοιμάζονται, για να δεχθούν την αγιότητα του γάμου και τα νέα καθήκοντά τους» (καν. 1063, § 2).

Η τελευταία Σύνοδος των Επισκόπων, που είχε ως θέμα «Η Ευχαριστία: Άρτος ζωντανός για την ειρήνη του κόσμου», επιμένει, όσον αφορά στην σωστή προετοιμασία του γάμου: «Η Σύνοδος θεωρεί ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να δίνεται μεγάλη σημασία στην προετοιμασία των μελλονύμφων και στην προ του γάμου επαλήθευση των πεποιθήσεων και των δεσμεύσεών τους, που πρέπει να είναι αμετάκλητες για να είναι το Μυστήριο του γάμου έγκυρο. Ζητά από τους Επισκόπους και τους Εφημερίους το θάρρος μιας σοβαρής διάκρισης, ώστε να μην είναι οι συναισθηματικές παρορμήσεις ή οι επιφανειακές αιτίες που θα οδηγήσουν τους μελλονύμφους να αναλάβουν μια μεγάλη ευθύνη για τον εαυτό τους, για την Εκκλησία και την κοινωνία, ευθύνη όμως την οποία αργότερα δεν θα μπορέσουν να τιμήσουν» (Πρόταση 40ή).

Υπενθυμίζουμε για ακόμη μια φορά, ότι δεν πρέπει να τελούμε το γάμο, εάν δεν έχει προηγηθεί μια σοβαρή προετοιμασία. Όμως δεν αρκεί αυτό. Οι ποιμένες οφείλουν να μεριμνούν για την εξασφάλιση μιας ποιμαντικής συνοδείας των νέων ζευγαριών με κατάλληλες ατομικές και ομαδικές συναντήσεις. Θα ήταν πολύ χρήσιμο, αν μπορούσαμε να επωφεληθούμε από τις συμβουλές και τη βοήθεια ενός ψυχολόγου με χριστιανικές αρχές, στον οποίο θα παραπέμπαμε τα ζευγάρια, κυρίως τα νεαρά, που περνάνε κάποια κρίση στις σχέσεις τους. Η καλή μαρτυρία όμως και η κατάλληλη βοήθεια της χριστιανικής κοινότητας θα αποτελέσει επίσης πολύτιμο παράγοντα στο ξεπέρασμα των κρίσεων των ζευγαριών.

Οι διαζευγμένοι

7.- «Το διαζύγιο είναι βαριά προσβολή προς το φυσικό νόμο. Έχει την αξίωση να σπάζει τη συμφωνία, με την οποία ελεύθερα οι σύζυγοι συμφώνησαν να ζήσουν ο ένας με τον άλλον μέχρι το θάνατο. Το διαζύγιο προσβάλλει τη διαθήκη της σωτηρίας, της οποίας ο μυστηριακός γάμος είναι το σημείο. Το γεγονός συνάψεως μιας νέας ενώσεως, έστω κι αν αυτή είναι αναγνωρισμένη από τον πολιτικό νόμο, κάνει ακόμα βαρύτερη τη διάσπαση: ο/η σύζυγος που τελεί μετά από διαζύγιο δεύτερο γάμο βρίσκεται σε κατάσταση δημόσιας και μόνιμης μοιχείας (…) Ο ανήθικος χαρακτήρας του διαζυγίου προέρχεται επίσης από τη διαταραχή που εισάγει μέσα στην οικογενειακή εστία και μέσα στην κοινωνία. Η διαταραχή αυτή προκαλεί βαριές ζημιές: για το(τη) σύζυγο που βρίσκεται εγκαταλειμμένος(-η), για τα παιδιά που τραυματίζονται από το χωρισμό των γονέων τους και συχνά γίνονται στόχος των διεκδικήσεών τους, για το επιδημικό αποτέλεσματου διαζυγίου, που εξελίσσεται σε αληθινή κοινωνική πληγή»(Κατήχηση της καθολικής Εκκλησίας, 2384 – 2385).

Ωστόσο, «Ο χωρισμός των συζύγων χωρίς τη διάσπαση του συζυγικού δεσμού, μπορεί να είναι νόμιμος και σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπεται από το Κανονικό Δίκαιο. Εάν το πολιτικό διαζύγιο μένει ως μόνος δυνατός τρόπος για να εξασφαλισθούν ορισμένα νόμιμα δικαιώματα, η φροντίδα των παιδιών ή η υπεράσπιση της κληρονομιάς, αυτό μπορεί να γίνει ανεκτό χωρίς ηθική ενοχή» (Κατήχηση της καθολικής Εκκλησίας, 2383).

Για τα ζευγάρια αυτά, πριν φθάσουν στην οριστική ρήξη και διάσπαση θα πρέπει να κάνουμε το παν για να τα συμφιλιώσουμε ώστε να αποφευχθεί ο χωρισμός. Συχνά πρόκειται για πείσματα και εγωισμό που δείχνουν ανωριμότητα. Αυτό επιβάλλει την ανάγκη της συχνής ποιμαντικής κοινωνίας μαζί τους, όπως επισκέψεις στις οικογένειες εκ μέρους του εφημερίου, τον οποίο μπορούν να βοηθήσουν και άλλοι εκκλησιαστικοί φορείς, όπως η Λεγεώνα της Μαρίας, η Κάριτας και τα μοναχικά τάγματα.

8.– Εάν, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, το ζευγάρι καταλήξει στο διαζύγιο, σε περίπτωση μικτού γάμου, το καθολικό μέρος θα υποστεί τις αρνητικές συνέπειες, σ’ ό,τι αφορά στις σχέσεις του με την Εκκλησία του, στο θέμα της σύναψης νέου γάμου. Γι’ αυτό θα πρέπει να ερευνήσουμε, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να αποδειχθεί το άκυρο αυτού του γάμου, ξεκινώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες.

Οφείλουμε να έχουμε ειδική φροντίδα για τα μικρά καθολικά παιδιά των διαζευγμένων, και να συνεργαζόμαστε με τους γονείς τους ζητώντας να βοηθούν τα παιδιά τους να παρακολουθούν την κατήχηση και να προετοιμάζονται για τα μυστήρια της πρώτης Κοινωνίας και του Χρίσματος.

Ο Γάμος στον οποίο το ένα μέλος είναι διαζευγμένο

9.– Ένα οξύτατο ποιμαντικό πρόβλημα προκύπτει από τη στιγμή που διαζευγμένοι (ο ένας ή και οι δύο ) συνάπτουν νέο γάμο, είτε πολιτικό είτε θρησκευτικό στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέχρι τώρα η συμπεριφορά της Εκκλησίας απέναντι σε αυτούς τους αδελφούς μας δεν έχει αλλάξει. Υπενθυμίζουμε την επίσημη διδασκαλία της καθολικής Εκκλησίας όσον αφορά στην ποιμαντική των διαζευγμένων που τέλεσαν νέο γάμο.

Βασικός ποιμαντικός προσανατολισμός για την ποιμαντική προς τους διαζευγμένους που συνάπτουν νέο γάμο, παραμένει η Εγκύκλιος Familiaris Consortio αρ. 84, που περιέχει τις προτάσεις και το πνεύμα της Συνόδου των Επισκόπων του 1980. Από τότε έχουν δημοσιευθεί από την Αγία Έδρα διάφορα άλλα επίσημα έγγραφα σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά η ουσία δεν έχει αλλάξει.

H F.C. πλησιάζει αυτούς τους διαζευγμένους με πολύ σεβασμό και αγάπη: «Η Εκκλησία, συσταθείσα για να οδηγήσει στη σωτηρία όλους τους ανθρώπους και κυρίως τους βαπτισμένους, δεν μπορεί να εγκαταλείψει στην τύχη τους όσους – ήδη ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου – θέλησαν να συνάψουν νέο γαμήλιο δεσμό. Οφείλει λοιπόν να προσπαθεί ακατάπαυστα να θέτει στη διάθεσή τους τα δικά της μέσα σωτηρίας» (F.C. αρ. 84).

Οι διαζευγμένοι που τέλεσαν νέο γάμο δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευθύνες, επομένως η ποιμαντική μας συμπεριφορά απέναντί τους πρέπει να είναι διαφορετική: «Οι ποιμένες οφείλουν να ξέρουν ότι, από αγάπη προς την αλήθεια, έχουν χρέος να διακρίνουν καλά τις διαφορές των εκάστοτε καταστάσεων. Όσοι προσπάθησαν ειλικρινά να σώσουν τον πρώτο τους γάμο και έχουν εγκαταλειφθεί τελείως άδικα, είναι σε κατάσταση τελείως διαφορετική από όσους κατέστρεψαν έναν γάμο κανονικά έγκυρο με σφάλμα δικό τους. Τέλος, μερικοί προχώρησαν σε δεύτερο γάμο εν όψει της ανατροφής των παιδιών τους, και ενίοτε έχουν εν συνειδήσει την υποκειμενική βεβαιότητα ότι ο προηγούμενος γάμος τους, κατεστραμμένος ανεπανόρθωτα, δεν υπήρξε ποτέ έγκυρος» (F.C. αρ. 84).

Ο Ιωάννης Παύλος ο Β’ χαράζει την ποιμαντική απέναντι σε αυτούς τους πιστούς: «Μαζί με την Σύνοδο, προτρέπω θερμά τους ποιμένες και ολόκληρη την κοινότητα των πιστών να βοηθούν τους διαζευγμένους που σύναψαν νέο γάμο. Περιβάλλοντάς τους με αγάπη, να συμπεριφέρονται προς αυτούς έτσι ώστε να μην αισθάνονται χωρισμένοι από την Εκκλησία, διότι μπορούν και μάλιστα οφείλουν, καθότι βαπτισμένοι, να μετέχουν στη ζωή της. Να προτρέπονται λοιπόν να παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία, να προσκαρτερούν στην προσευχή, να συνεισφέρουν στα φιλανθρωπικά έργα, να συμπράττουν στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η ενορία τους υπέρ της δικαιοσύνης, να ανατρέφουν τα παιδιά τους στην χριστιανική πίστη, να καλλιεργούν δε το πνεύμα της μετανοίας και να επιτελούν τα έργα της, ώστε να επικαλούνται ημέρα με την ημέρα την Χάρη του Θεού. Η Εκκλησία ας προσεύχεται υπέρ αυτών, ας τους ενθαρρύνει και ας συμπεριφέρεται προς αυτούς ως μητέρα εύσπλαχνη, ώστε να τους διατηρεί έτσι στην πίστη και στην ελπίδα» (F.C. αρ. 84).

10.– Όπως είναι γνωστό, το φλέγον θέμα σχετικά με αυτούς τους πιστούς, είναι η συμμετοχή ή όχι στην Θεία Ευχαριστία. Το πρόβλημα συζητήθηκε έντονα και στην τελευταία Σύνοδο των Επισκόπων χωρίς αυτή να επιφέρει καμία αλλαγή. Η Familiaris Consortio διδάσκει σχετικά: «Η Εκκλησία επαναλαμβάνει ότι σύμφωνα με την κανονική της τάξη, η οποία στηρίζεται επί της Αγίας Γραφής, δεν μπορεί να δεχθεί στην Θεία Μετάληψη τους διαζευγμένους που σύναψαν νέο γάμο. Μόνοι τους έχουν θέσει τον εαυτό τους σε μια κατάσταση που τους εμποδίζει να γίνουν δεκτοί από αυτήν, εφόσον επέλεξαν έναν βίο αντικειμενικά ασυμβίβαστο προς την αγαπητική κοινωνία του Χριστού με την Εκκλησία, όπως εκφράζεται στην Θεία Ευχαριστία. Άλλωστε υπάρχει και άλλος λόγος ιδιαίτερα ποιμαντικός: Αν γίνονταν δεκτοί στην Θεία Μετάληψη αυτοί, τότε οι πιστοί θα οδηγούνταν στην πλάνη και θα παρερμήνευαν όσα διδάσκει η Εκκλησία για το αδιάλυτο του γάμου» (αρ. 84. – βλ. και Κατήχηση της καθολικής Εκκλησίας αρ. 1650).

Το ίδιο ισχύει και για το μυστήριο της Μετανοίας από τη στιγμή που η δημόσια κατάστασή τους παραμένει αντίθετη προς το σχέδιο του Θεού σχετικά με το γάμο. Όταν ο άνδρας και η γυναίκα δεν μπορούν ένεκα σοβαρών λόγων – λ.χ. της ανατροφής των τέκνων – να επιτελέσουν το χρέος του χωρισμού από τον άκυρο γάμο, «οφείλουν να αναλάβουν να βιώσουν με τελεία εγκράτεια, δηλαδή απέχοντας από τις πράξεις τις επιφυλασσόμενες στους συζύγους». (F.C. 84, και ομιλία του Ιωάννου-Παύλου του Β’ στις 25/10/1980).

Η τελευταία Σύνοδος των Επισκόπων στην 40ή Πρότασή της επαναλαμβάνει αυτή την τελευταία σκέψη ως εξής: «Εφόσον δεν αναγνωρίζεται το άκυρο του πρώτου γάμου, και παρουσιάζονται αντικειμενικές καταστάσεις που κάνουν την συμβίωση μη ανατρέψιμη, η Εκκλησία ενθαρρύνει να δεσμευθούν ότι θα ζουν τη σχέση τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου του Θεού, μεταμορφώνοντάς την σε μια φιλία ειλικρινή και αλληλέγγυα· έτσι θα μπορέσουν να πλησιάσουν στην Ευχαριστιακή Τράπεζα, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες εντολές και την πράξη της Εκκλησίας». Πάντοτε όμως, κάνοντας το παν για να αποφεύγεται το σκάνδαλο.

11.– Όλοι είμαστε πεπεισμένοι, ότι όταν πρόκειται να εφαρμόσουμε τη θεωρία στην πράξη τα πράγματα περιπλέκονται, κυρίως δε εδώ στην Πατρίδα μας, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτρέπει με μεγάλη ευκολία τη διάλυση του γάμου ευθυγραμμίζοντας την πράξη της με αυτήν του Κράτους.

Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές από μέρους μας είναι ότι:

Η καθολική Εκκλησία δε χορηγεί το διαζύγιο από σκληροκαρδία, αλλά από ανάγκη να μείνει πιστή στη διδασκαλία του Κυρίου της. Πρόκειται για ένα θεϊκό νόμο και όχι ανθρώπινο.

Ωστόσο δεν δαιμονοποιεί τους διαζευγμένους που τέλεσαν νέο γάμο, αλλά απλώς δεν μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτή τη γαμήλια ένωση ένα ιερό Μυστήριο, διότι λείπουν από αυτή την ένωση τα χαρακτηριστικά που όρισε ο ίδιος ο Χριστός για να είναι σημείοτης δικής του ένωσης με την Εκκλησία: η μοναδικότητα, η οριστικότητα, το αδιάλυτο, η πιστότητα… Και αυτό επειδή ο Γάμος, ως ιερό Μυστήριο, δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση, αλλά καθαρά εκκλησιολογική, συνδέεται ουσιαστικά και άρρηκτα με την Εκκλησία ως Μυστήριο κοινωνίας, την εκφράζει ορατά και είναι το πρωταρχικό ιερό της Σημείο.

12.- Από τη στιγμή που οι διαζευγμένοι πιστοί δεν έχουν χωριστεί από το σώμα της, τους δέχεται με αγάπη και στοργή. Εφόσον, όμως, η σχέση των πιστών με την κοινότητα της Εκκλησίας δεν αποτελείται απλά και μόνο από ιδιωτικές και εσωτερικές πράξεις, αλλά από δημόσιες, η κατάσταση των διαζευγμένων που τέλεσαν νέο γάμο, αντικειμενικά και εξωτερικά δεν είναι σύμφωνη με το θέλημα του Κυρίου. Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να τους χορηγηθεί η Θεία Κοινωνία που εκφράζει μυστηριακά την ενότητα των πιστών μεταξύ τους και με το Χριστό. Δεν πρόκειται για ένα είδος τιμωρίας ή επιτιμίου, αλλά για μια εκκλησιολογική συνέπεια. Αυτοί οι πιστοί, υποκειμενικά και σύμφωνα με τη συνείδησή τους, μπροστά στο Θεό μπορεί να αισθάνονται εντάξει (ο Θεός παραμένει τελικά ο τελικός κριτής), αλλά η Εκκλησία από τη στιγμή που αποτελείται από ανθρώπους στην γήινη διάστασή της, όσον αφορά το δημόσιο βίο της και την κοινωνική της υπόσταση, δεν μπορεί παρά να κρίνει με κριτήρια αντικειμενικά και επαληθεύσιμα από την κοινότητα.

Σε τελευταία ανάλυση, εμείς οι Ποιμένες όπως και κάθε άνθρωπος, στις κρίσεις μας, δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την κρίση του Θεού για κάθε ανθρώπινη ιστορία!

13.– Είμαστε πεπεισμένοι, αγαπητοί Ιερείς και συνεργάτες, ότι όλοι σας έχετε την καθημερινή εμπειρία των δυσκολιών που αντιμετωπίζει σήμερα η οικογένεια και πράττετε το παν για να την βοηθήσετε και να την στηρίξετε, διότι αποτελεί όχι μόνο το κύτταρο της κοινωνίας αλλά και της Εκκλησίας. Αν έχουμε υγιείς οικογένειες που αποτελούν την «κατ’ οίκον εκκλησίαν», θα έχουμε και σωστές εκκλησιαστικές κοινότητες, θα παρουσιαστούν και μοναχικές και ιερατικές κλήσεις, η έλλειψη των οποίων έχει γονατίσει την Ελλαδική καθολική μας Εκκλησία. Η ευαισθησία σας και η πολύχρονη εμπειρία σας θα σας υποδείξουν τους τρόπους για να βοηθήσετε τις οικογένειες που περνούν κρίση ή έχουν ήδη διαλυθεί. Γνωρίζουμε πόσο είστε απασχολημένοι, αλλά η ποιμαντική της οικογένειας πρέπει να παραμείνει μια από τις κυριότερες μέριμνές σας.

«Ο Θεός της ελπίδας να σας γεμίσει με κάθε λογής χαρά και ειρήνη που δίνει η πίστη, για να έχετε περίσσια ελπίδα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος» (Ρωμ. 15, 13).

Οι Επίσκοποί σας

+ Φραγκίσκος,

Επίσκοπος Σύρου, Θήρας,

και Αποστολικός Τοποτηρητής Επισκοπής Κρήτης,

Πρόεδρος

+ Νικόλαος,

Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών

και Αποστολικός Τοποτηρητής Αρχιεπισκοπής Ρόδου.

+ Νικόλαος,

Αρχιεπίσκοπος Νάξου – Τήνου – Άνδρου – Μυκόνου

και Αποστολικός Τοποτηρητής Επισκοπής Χίου.

+ Ιωάννης,

Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας – Ζακύνθου – Κεφαλληνίας

και Αποστολικός Τοποτηρητής του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης

+ Ο Γρατιανουπόλεως Ανάργυρος,

Έξαρχος Ελληνορύθμων Ελλάδος

+ Ηλίας,

Έξαρχος Αρμενίων Καθολικών Ελλάδος,

Related Articles

Για τον παγκόσμιο αγώνα ενάντια στη φτώχεια [2013]

Επιστολή προς την Εκκλησία για τον παγκόσμιο αγώνα ενάντια στη φτώχεια [2013]   ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Σύρος 1/12/2013 ΕΠΙΣΤΟΛΗ προς την Εκκλησία για τον παγκόσμιο αγώνα ενάντια στη φτώχεια

Εγκύκλιος Επιστολή της Ιεραρχίας μας για τον Κορονοΐο

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ   Αρ. πρωτ. 5267/2020    Προς τους ιερείς, διακόνους, μοναχούς και μοναχές και όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα   Εγκύκλιος Επιστολή