Πρόσφατα

Όψεις του διαλόγου της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, τον ισλαμισμό και τον εβραϊσμό

Όψεις του διαλόγου της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, τον ισλαμισμό και τον εβραϊσμό

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε μία εποχή που κυριαρχεί η βία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η τρομοκρατία που βρίσκει τη δικαιολογία της στο θέλημα του Θεού, οι μεγάλες θρησκείες καλούνται να αναρωτηθούν με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να αντιδράσουν. Σ’ ό,τι αφορά βέβαια την Καθολική Εκκλησία, κάποιοι θα μπορούσαν, και όχι αδικαιολόγητα, να της υπενθυμίσουν το βεβαρημένο της παρελθόν σ’ ό,τι αφορά στις σχέσεις της με τους μη καθολικούς και τους μη χριστιανούς .

Πράγματι, για αιώνες και για διάφορους ιστορικούς και κυρίως πολιτικούς και πολιτιστικούς λόγους που δεν είναι της παρούσης στιγμής να αναλύσουμε, καλλιεργήθηκε μια εχθρική στάση απέναντι στις άλλες χριστιανικές ομολογίες Ανατολής και Δύσης και έλλειψη ανεκτικότητας σ’ όσο αφορά στον μουσουλμανικό και στον εβραϊκό κόσμο. Αρκεί να θυμηθούμε τον αντισημιτισμό που για αιώνες ενθάρρυναν οι άνθρωποι της Εκκλησίας, ακόμη και μεγάλοι Πατέρες, βασιζόμενοι μάλιστα πάνω σε βιβλικά κείμενα, κι αρκεί να φέρουμε στη μνήμη μας τους θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ των χριστιανών ή ακόμη και τις σταυροφορίες. O Άγ. Βερνάρδος του Κλαιρβώ (1090 – 1153), κηρύττοντας την Β΄ Σταυροφορία ενθάρρυνε τους «στρατιώτες του Χριστού» με αυτά τα λόγια: «Ο θάνατος που δίνετε ή λαβαίνετε για τον Χριστό δεν περιέχει τίποτε το κακό. Μάλλον αξιέπαινος μπορεί να θεωρηθεί. Πράγματι, το να σκοτωθεί κανείς για τον Χριστό είναι σαν να κερδίζει για τον εαυτό του και για τον ίδιο τον Χριστό. Όταν ο στρατιώτης του Χριστού σκοτώνει έναν κακοποιό δεν είναι ανθρωποκτόνος, αλλά αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, ένας «κακοκτόνος».

Δεν μπορούμε βέβαια να κρίνουμε με τα σημερινά πολιτιστικά κριτήρια μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά είναι άξιο απορίας το πώς στους χριστιανούς είχε τόση λίγη απήχηση το κήρυγμα του Χριστού, ο οποίος έλεγε: «Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς» (Λκ. 6, 27-28). Και να σκεφθεί κανείς πως αυτά τα λόγια δεν είναι προαιρετικά, αλλά εκφράζουν το νέο στοιχείο της αγάπης, που έπρεπε να ξεχωρίζει τους μαθητές του Χριστού.

Αποφασιστική και κοσμοϊστορική στροφή της Καθολικής Εκκλησίας, προετοιμασμένη από μεγάλες φωτισμένες προσωπικότητες, υπήρξε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού (1963 – 1965) κατά τη διάρκεια της οποίας συναντήθηκαν περισσότεροι από 3.000 Επίσκοποι απ’ όλον τον κόσμο και συζήτησαν και πήραν αποφάσεις για όλα σχεδόν τα θέματα που αφορούσαν την Καθολική Εκκλησία. Μεταξύ των άλλων αποφάσισαν να επανεξετάσουν και τις σχέσεις της με την κοινωνία, με τον κόσμο, την κουλτούρα, την επιστήμη, την παιδεία, την τέχνη… Οι Συνοδικοί Πατέρες σχετικά μ’ αυτά τα ζητήματα αλλά και για άλλα σημαντικά θέματα, πήραν γενναίες αποφάσεις, ενώ παράλληλα ξαναδιατύπωσαν τις αρχαίες χριστιανικές αλήθειες εις τρόπον ώστε να γίνουν πιο κατανοητές από τον σύγχρονο άνθρωπο.

Μεταξύ των πιο εντυπωσιακών κειμένων και αποφάσεων αυτής της Συνόδου, υπήρξαν αυτά που αφορούσαν στην ελευθερία της συνείδησης, στις σχέσεις με τους μη καθολικούς χριστιανούς και σ’ αυτές με τους μη χριστιανούς. Έτσι με τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, η Καθολική Εκκλησία έριξε τα τείχη που είχε για αιώνες υψώσει γύρω της, θέτοντας τις βάσεις για έναν υγιή και ειλικρινή διάλογο με τους άλλους, τους «διαφορετικούς». Από εκείνη τη στιγμή, ζητήματα όπως η θρησκευτική ελευθερία, ο Οικουμενισμός και ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες, απέκτησαν μία νέα δυναμική που επηρέασε την ζωή των πιστών της. Βέβαια μια νοοτροπία αιώνων δεν μπορεί να αλλάξει εντελώς και για όλους μέσα σε λίγες δεκαετίες. Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη και τώρα αντιδράσεις στο πλαίσιο της Καθολικής Εκκλησίας σ’ ό,τι αφορά στον οικουμενισμό και τον διάλογο με τις άλλες θρησκείες. Μην ξεχνάμε το σχίσμα που προκάλεσε ο Επίσκοπος Lefèvres και οι οπαδοί του, αρνούμενοι να αποδεχθούν τη διδασκαλία της Συνόδου σχετικά με την ελευθερία της συνείδησης και το διαθρησκευτικό διάλογο. Αυτό το σχίσμα ακόμη σήμερα δεν έχει απορροφηθεί από το σώμα της Καθολικής Εκκλησίας.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΉ ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ

Ο ειλικρινής διαχριστιανικός και διαθρησκευτικός διάλογος δεν είναι δυνατός χωρίς μια βασική προϋπόθεση: την ελευθερία της συνείδησης, γι’ αυτό ένα από τα πιο επαναστατικά ντοκουμέντα της Συνόδου είναι το Dignitatis humanae (= DH) (Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου), η Διακήρυξη για τη θρησκευτική ελευθερία. Σ’ αυτό η Καθολική Εκκλησία, με κάποια καθυστέρηση έναντι του διαφωτισμού, διακηρύττει ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελευθερία της συνείδησης και αυτή με τα βασικά δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Σε τι συνίσταται η θρησκευτική ελευθερία

Η θρησκευτική ελευθερία «συνίσταται στο ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από τον εξαναγκασμό, είτε αυτός προέρχεται από συγκεκριμένα άτομα, είτε από κοινωνικές ομάδες, είτε από οποιαδήποτε ανθρώπινη εξουσία· έτσι ώστε στα θρησκευτικά θέματα κανένας να μην εξαναγκάζεται να ενεργεί ενάντια στη συνείδησή του ούτε να εμποδίζεται να ενεργεί, μέσα στα σωστά όρια, σύμφωνα με την ίδια αυτή συνείδηση, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, μόνος ή συλλογικά με τους άλλους» (Dignitatis Humanae, 2). Το δικαίωμα αυτό «δεν θεμελιώνεται στις υποκειμενικές διαθέσεις του ανθρώπου, αλλά στην ίδια τη φύση του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά του» που τον ωθεί να δέχεται ελεύθερα τη θεϊκή αλήθεια «όπως αυτή γίνεται γνωστή, είτε από τη θεϊκή Αποκάλυψη είτε από την ίδια την ανθρώπινη λογική» (DH, 2). Η ελευθερία είναι δώρο του Θεού δοσμένο στον άνθρωπο πλασμένο κατ’ εικόνα Του.

«Δεν πρέπει, λοιπόν, κανείς να εξαναγκάζεται να ενεργεί ενάντια στη συνείδησή του. Αλλά ούτε και να εμποδίζεται  να ενεργεί σύμφωνα με τη συνείδησή του, ιδιαίτερα στα ζητήματα της θρησκείας» (DH, 4).

Η Σύνοδος καλεί τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν νομικά την θρησκευτική ελευθερία, διότι αποτελεί και πολιτικό δικαίωμα. Όχι μόνο η νομοθεσία των κρατών πρέπει να αναγνωρίζει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και της συνείδησης, αλλά επίσης και να προστατεύει αυτό το δικαίωμα από κάθε εξωτερική απειλή. Πράγματι «η προστασία και η προαγωγή των απαραβίαστων δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ουσιαστικό καθήκον για κάθε πολιτική εξουσία» (DH αρ. 6). «Αποτελεί, λοιπόν, προσβολή για τον άνθρωπο και για την ανθρώπινη τάξη που ορίστηκε από το Θεό, το να αρνηθεί κανείς την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας μέσα στην κοινωνία, εφόσον επικρατεί πραγματική δημόσια τάξη» (DH αρ. 3).

Μην ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη, αρκετά κράτη σε ολόκληρο τον κόσμο,  βρίσκονταν κάτω από τον κομουνιστικό ζυγό και αρνιόνταν στην θεωρία και στην πράξη τη θρησκευτική ελευθερία για εκατομμύρια ανθρώπων.

Το αντικείμενο και η βάση της θρησκευτικής ελευθερίας σχετίζεται άμεσα με τη σχέση του ανθρώπου προς τον ίδιο το Θεό, αλλά και την κοινωνική φύση του ανθρώπου, που του επιβάλλει να εκφράζει δημόσια τις εσωτερικές, θρησκευτικές του πεποιθήσεις, κυρίως όταν αυτές εκδηλώνονται με τρόπο κοινωνικό, μέσα σε μια θρησκευτική κοινότητα η οποία για να λειτουργεί έχει ανάγκη από εξωτερικές δομές (αναγνωρισμένη νομική υπόσταση, τόποι και τρόποι λατρείας…).

Η Σύνοδος όχι μόνο διεκδικεί τη θρησκευτική ελευθερία για την ίδια την Καθολική Εκκλησία, αλλά και η ίδια αναλαμβάνει την υποχρέωση να σέβεται την ελευθερία των υπόλοιπων θρησκευτικών κοινοτήτων έστω κι αν αυτές αποτελούν μειονότητες μέσα σε μια Καθολική πλειοψηφία. Για την υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας καλεί επίσης την  κρατική εξουσία να πράξει το ίδιο, αλλά ακόμη περισσότερο: «Η προστασία και η προαγωγή των απαραβίαστων δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ουσιαστικό καθήκον για κάθε πολιτική εξουσία… Οφείλει, λοιπόν, η πολιτική εξουσία να φροντίζει για τη νομική ισότητα όλων των πολιτών, η οποία ανήκει επίσης στο κοινό καλό της κοινωνίας, ώστε η ισότητα αυτή να μη θίγεται ποτέ, φανερά ή κρυφά, από θρησκευτικά αίτια, και να μη γίνονται θρησκευτικές διακρίσεις μεταξύ των πολιτών» (DH, αρ. 6).

Ωστόσο, αν η Εκκλησία διεκδικεί το δικαίωμα της ελευθερίας δεν το κάνει για να θριαμβολογεί ή για να ασκεί μια εξουσία ανταγωνιστική με αυτή του κράτους, αλλά απαιτεί τόση ελευθερία «όση χρειάζεται για να φροντίζει τη σωτηρία των ανθρώπων» (DH, αρ. 13).

Αναγνωρίζοντας το δικαίωμα όλων των ανθρώπων και όλων των κοινοτήτων να πιστεύουν και να ομολογούν τη θρησκεία τους ελεύθερα και ανεπηρέαστα, οι λαοί διαφόρων πολιτισμών, θρησκειών και χαρακτηριστικών, ενώνονται και αυξάνεται  η συνείδηση της προσωπικής ευθύνης του καθενός.

Όλα αυτά σήμερα μπορούν να φανούν αυτονόητα, αλλά αν σκεφθούμε πως ένα αιώνα πριν ο Πάπας Πίος ο Θ’ είχε καταδικάσει την πρόταση «ο καθένας είναι ελεύθερος να ακολουθεί τη συνείδησή του», πρέπει να αναγνωρίσουμε μεγάλο θάρρος στους Επισκόπους αυτής της Συνόδου.

Ωστόσο, από την διακήρυξη αυτών των αρχών σχετικά με την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας, προκύπτουν άμεσα δύο προβλήματα που απασχόλησαν τότε όχι μόνο τη Σύνοδο, αλλά και την μετέπειτα συζήτηση μεταξύ των θεολόγων: ποια είναι τα όρια της θρησκευτικής ελευθερίας; Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να αναγγείλει στα έθνη το Ευαγγέλιο ή μήπως αυτό αποτελεί εκβιασμό της ελευθερίας της συνείδησης; Από αυτό το τελευταίο προβληματισμό προκύπτει και ένα άλλο ζητούμενο: Από τη στιγμή που αναγνωρίζεται η ανάγκη της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους θα μπορούσε κάποιος να βγάλει το συμπέρασμα πως όλες οι θρησκείες είναι ίδιες και έτσι ο θρησκευτικός «ρελατιβισμός»  γίνεται αναπόφευκτος.

Όσον αφορά όμως τα όρια της θρησκευτικής ελευθερίας, η Σύνοδος διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αναζητά τη σωστή θρησκεία: «Χάρη στην αξιοπρέπειά τους, όλοι οι άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι άνθρωποι, δηλαδή πρόσωπα με νου και ελεύθερη θέληση, και, κατά συνέπεια, με προσωπική ευθύνη, ωθούνται από την ίδια τους τη φύση και είναι ηθικά υποχρεωμένοι να ερευνούν την αλήθεια την αλήθεια, και προπάντων την αλήθεια σχετικά με τη θρησκεία» (DH, 2).  «Ο καθένας έχει το καθήκον, επομένως και το δικαίωμα να ερευνά την αλήθεια στα θρησκευτικά ζητήματα, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, για να διαμορφώσει με σύνεση σωστές κι αληθινές κρίσεις στη συνείδησή του» (DH , αρ. 3). Ωστόσο, επειδή, η θρησκευτική ελευθερία βασίζεται πάνω στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, το δικαίωμα αυτό «παραμένει ακόμη και σ’ εκείνους οι οποίοι δεν ικανοποιούν την υποχρέωσή τους να αναζητήσουν την αλήθεια και να μείνουν πιστοί σ’ αυτήν» (DH , αρ. 2).

Επειδή το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ασκείται μέσα στην κοινωνία, τα όριά της σχετίζονται με την ηθική αρχή της προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης. «Εξασκώντας τα δικαιώματά τους τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες υποχρεώνονται από τον ηθικό νόμο να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα των άλλων και τα δικά τους καθήκοντα σε σχέση προς τους άλλους» (DH , αρ. 7).

«Επιπλέον, επειδή η πολιτική κοινωνία έχει το δικαίωμα να προστατεύει τον εαυτό της από καταχρήσεις, που μπορούν να προέλθουν κάτω από το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας, στην πολιτική αυτή εξουσία ανήκει κυρίως το καθήκον να προσφέρει μια τέτοια προστασία· αυτό όμως πρέπει να γίνεται όχι με αυθαίρετο τρόπο ή ευνοώντας αποκλειστικά μια ορισμένη μερίδα πολιτών». (αρ. 7).

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που προκύπτει από την αρχή του σεβασμού για την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκευτικής ελευθερίας είναι το εξής: μέσα σε αυτά τα πλαίσια ελευθερίας, η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να κηρύττει το Ευαγγέλιο στα έθνη;

Η Εκκλησία είναι ακράδαντα πεπεισμένη ότι πρέπει να μείνει πιστή και να υπακούει στα λόγια του Ιδρυτή της: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Μτ. 28,19) και να εξακολουθήσει να εργάζεται ακούραστα «ἵνα ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται» (Β’ Θεσ. 3, 1). Αυτό το κήρυγμα ωστόσο, δεν έχει σκοπό να «βιάσει» τη συνείδηση των ανθρώπων, αλλά να τους μεταφέρει ακριβώς το χαρμόσυνο άγγελμα της απελευθέρωσης. «Άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι έχουν την υποχρέωση να αναζητούν την αλήθεια, ιδιαίτερα όσον αφορά το Θεό και την Εκκλησία του και όταν γνωρίσουν την αλήθεια, να την ασπαστούν και να την διατηρήσουν» (DH, 7) .

Η διδασκαλία πάντως για τη θρησκευτική ελευθερία, όπως πηγάζει από τα Διατάγματα της Β΄ Βατικανής, θεμελιώνεται στη θεϊκή Αποκάλυψη και βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το δικαίωμα που έχει ο άνθρωπος στο να δεχθεί ελεύθερα ή όχι την πίστη του. Επειδή η πίστη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης γεμάτη αγάπη, δεν μπορούμε να την επιβάλουμε στον άλλο, ο άνθρωπος τη δέχεται από αγάπη, και η αγάπη προϋποθέτει πάντοτε την ελευθερία. Εξάλλου, «η αλήθεια δεν επιβάλλεται παρά μόνο με τη δύναμη της ίδιας της αλήθειας, η οποία διεισδύει ήρεμα, αλλά και δυναμικά στο ανθρώπινο πνεύμα» (DH, 10). Αρκεί τα μέσα που μεταχειρίζεται η Εκκλησία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο να σέβονται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Όσον αφορά τον κίνδυνο του θρησκευτικού  «ρελατιβισμού» η Εκκλησία είναι πεπεισμένη από την δύναμη της ίδιας της θεϊκής Αποκάλυψης ότι ο Χριστός είναι η οριστική και πλήρης ιστορική φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο, Αυτός είναι ο μοναδικός σωτήρας του κόσμου. Γι’ αυτό «η ελευθερία της συνείδησης δεν θίγει την παραδοσιακή διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας ως προς το ηθικό καθήκον των ατόμων και των κοινοτήτων να αναζητούν την αληθινή θρησκεία και τη μοναδική Εκκλησία του Χριστού» (DH , αρ. 1).

ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΌΣ ΔΙΆΛΟΓΟΣ

Σ’ ό,τι αφορά τον Οικουμενισμό, δηλαδή το διαχριστιανικό διάλογο, η αποκατάσταση της ενότητας και η προαγωγή της μεταξύ όλων των χριστιανών, αποτέλεσε έναν από τους κύριους σκοπούς της Β΄ Βατικανής Συνόδου και μία από τις σημαντικότερές της επιδιώξεις. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ έγραφε: «είμαι πεπεισμένος ότι η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού υπήρξε ευλογημένος καιρός, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι βασικές προϋποθέσεις της συμμετοχής της Καθολικής Εκκλησίας στον οικουμενικό διάλογο» (Ut unum sint, αρ. 30). Ο ίδιος  Πάπας επισημαίνει: «Πρόκειται πραγματικά για μία σημαντική πρόοδο γιατί είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που η δράση υπέρ της ενότητας των χριστιανών απέκτησε διαστάσεις τόσο μεγάλες και επεκτάθηκε σε τόσο ευρύ κύκλο» (αρ. 41).

Η ορατή αποκατάσταση της μοναδικότητας και της ενότητας της Εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν η σημαντικότερη αρχή που εμπνέει και στηρίζει την Εκκλησία στις διάφορες οικουμενικές κινήσεις. Ο διάλογος, η ειλικρίνεια, η συνδιαλλαγή και η κοινή προσευχή με αυθεντικά χριστιανικό πνεύμα, κάτω από την επίβλεψη των θρησκευτικών ποιμένων, βοηθά στην αναγνώριση των πραγματικών χριστιανικών αξιών, που έχουν την πηγή τους στην κοινή χριστιανική παράδοση και στις κοινές αξίες. Κάθε τι το πραγματικά χριστιανικό ποτέ δεν είναι αντίθετο στις αληθινές αξίες της πίστεώς μας, αντίθετα μπορεί να μας βοηθήσει να διεισδύσουμε από κοινού,  ακόμη περισσότερο, στο Μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας. Η οικουμενική προσπάθεια και η φροντίδα για την αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ των χριστιανών, σχετίζονται άμεσα με την ίδια την ανανέωση στους κόλπους της Εκκλησίας. Πράγματι δεν υπάρχει αληθινός οικουμενισμός χωρίς εσωτερική μεταστροφή, χωρίς ανανέωση της ίδιας μας της καρδιάς. Όλοι οι πιστοί του Κυρίου οφείλουν να γνωρίζουν ότι όσο περισσότερο προσπαθούν να ζήσουν μία ζωή σε κοινωνία με τον Κύριο και πιο σύμφωνη με το Ευαγγέλιό του, τόσο καλύτερα επιτυγχάνουν να προάγουν την ένωση μεταξύ τους σαν μέλη της μίας και Αγίας Εκκλησίας του Χριστού. Και όσο στενότερα συνδεδεμένοι βρίσκονται με τον τριαδικό Θεό, τόσο βαθύτερα και ευκολότερα θα καταφέρουν να στερεώσουν την μεταξύ τους αμοιβαία αδελφοσύνη.

Σ’ ό,τι αφορά βέβαια στις χριστιανικές Εκκλησίες, η πίστη στο Χριστό, η μελέτη της Αγίας Γραφής, η μυστηριακή ζωή , η «ἐν Χριστῷ ζωῇ» που προκύπτει από τη συμμετοχή στα ιερά μυστήρια, ενώνουν τους χριστιανούς περισσότερο από αυτά που τους χωρίζουν. Μπορούμε να πούμε ότι οι χριστιανοί είναι ήδη  ἐν Χριστῷ ενωμένοι, μέσω όλων αυτών των στοιχείων που αποτελούν το θεμέλιο του Χριστιανισμού, εντούτοις, αυτή η ήδη υπάρχουσα κοινωνία ακόμη δεν είναι πλήρης. Ο σκοπός του οικουμενισμού είναι αυτή η κοινωνία στην ίδια πίστη,  με τη χάρη του Θεού, να γίνει πλήρης.

ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΌΣ ΔΙΆΛΟΓΟΣ

Μία επιπλέον σημαντική «Δήλωση» των Πατέρων της Β΄ Βατικανής Συνόδου αφορά στις «Σχέσεις της Καθολικής Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες» (Nostra Aetate = NΑe). Η  Εκκλησία αισθάνεται την ανάγκη να ασχοληθεί με τις μη χριστιανικές θρησκείες «στο πλαίσιο του καθήκοντός της να προάγει την ενότητα και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, και μάλιστα μεταξύ των λαών», γι’ αυτό, στην συγκεκριμένη Διακήρυξη «εξετάζει πριν απ’ όλα ό,τι κοινό υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων και τους οδηγεί στην αμοιβαία συνεργασία» (NostraAetate , αρ. 1).

Η Σύνοδος, ήδη στο Προοίμιο αυτού του ντοκουμέντου, θέτει τις βάσεις για μια ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών της γης: «Όλοι οι λαοί αποτελούν μια μοναδική κοινότητα, έχουν την ίδια καταγωγή, εφόσον ο Θεός έκαμε όλο το ανθρώπινο γένος να κατοικεί σ’ όλο το πρόσωπο της γης. Έχουν επίσης τον ίδιο τελικό σκοπό, το Θεό, του οποίου η πρόνοια, η μαρτυρία της καλοσύνης και το σχέδιο της σωτηρίας απλώνεται πάνω σε όλους» … «Οι άνθρωποι περιμένουν από τις διάφορες θρησκείες την απάντηση στα δυσκολότερα αινίγματα της ανθρώπινης ζωής, τα οποία σήμερα όπως και στο παρελθόν συγκλονίζουν βαθιά της καρδιές των ανθρώπων» (NΑe, αρ. 1).

Οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, όπως ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός, «έχουν ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που γεμίζει τη ζωή τους». Αλλά «και οι άλλες θρησκείες, που βρίσκονται στον κόσμο ολόκληρο, με διάφορους τρόπους προσπαθούν να ξεπεράσουν την ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς, προτείνοντας νέους δρόμους, δηλαδή διδασκαλίες, κανόνες ζωής και τύπους λατρείας. Η Καθολική Εκκλησία δεν απορρίπτει τίποτα από όσα αληθινά και ιερά βρίσκονται στις θρησκείες αυτές» (NΑe, αρ. 2).

Η Εκκλησία ατενίζει με εκτίμηση τους Μουσουλμάνους που «λατρεύουν τον μόνο ζωντανό, αληθινό, φιλεύσπλαχνο και παντοδύναμο Θεό, πλάστη του ουρανού και της γης, ο οποίος μίλησε στους ανθρώπους» (NΑe, αρ. 3). Το Ισλάμ είναι άλλωστε μία θρησκεία, που αναγνωρίζει τον Ιησού Χριστό ως προφήτη και τιμά την μητέρα του με μία λατρεία ζηλευτή ακόμα και για τους ίδιους τους χριστιανούς. «Μολονότι στο παρελθόν υπήρξαν πολλές διαφωνίες και εχθρότητες μεταξύ των χριστιανών και των Μουσουλμάνων, η Αγία Σύνοδος προτρέπει όλους, ξεχνώντας το παρελθόν, να εξασκούν ειλικρινά την αμοιβαία κατανόηση και να υπερασπίζουν και να παράγουν μαζί την κοινωνική δικαιοσύνη, τις ηθικές αξίες, την ειρήνη και την ελευθερία για όλους τους ανθρώπους» (NΑe, αρ. 3).

Αλλά και με τους Ιουδαίους που απολαμβάνουμε μαζί τους τον ίδιον εκείνο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, μας ενώνουν πολύ περισσότερα από αυτά που αδίκως μας κράτησαν σε απόσταση στο διάβα των αιώνων. Η Εκκλησία πιστεύει ακράδαντα ότι ο Χριστός, η προσωποποίηση της ειρήνης, συμφιλίωσε μέσω του σταυρικού του θανάτου Εθνικούς και Ιουδαίους. Επιπλέον, η Σύνοδος αποδοκιμάζει με τόλμη όλους τους διωγμούς που υπέστησαν τα αδέλφια της του Ισραήλ, αλλά και τους σύγχρονους διωγμούς και τη βία και τις καταπιέσεις κάθε μορφής αθώων ανθρώπων, αναγγέλλοντας το Χριστό σαν σημείο της παγκόσμιας αγάπης του Θεού και σαν πηγή κάθε χάρης. Όσον αφορά τα σφάλματα που διεξήχθησαν από τα τέκνα της ενάντια στα αδέλφια του ιουδαϊκού λαού, οι Πατέρες της Συνόδου επικαλούνται την ευσπλαχνία του Θεού και τη συγνώμη των ανθρώπων.

Προσέγγιση μέσω  του διαλόγου

Η αύξηση προς την πληρότητα της αλήθειας, και επομένως της προσέγγισης των λαών,  πραγματοποιείται κυρίως μέσω του διαλόγου. Τις αρχές του διαλόγου τις βρίσκουμε στην  Εγκύκλιο του Ιωάννου Παύλου του Β΄ Ut unum sint (= UES) της 25 Μαΐου 1995 που αποτελεί ένα από τα κυριότερα δείγματα της διδασκαλίας αυτού του Ποντίφικα.

Οι θεωρητικές αρχές περί του διαλόγου βασίζονται πάνω στη σύγχρονη περσοναλιστική σκέψη για την οποία «ο διάλογος είναι αναγκαστικό πέρασμα της πορείας που πρέπει να διανυθεί προς αυτό-εκπλήρωση του ανθρώπου, του κάθε ατόμου, όπως επίσης και κάθε ανθρώπινης κοινωνίας» (UES, αρ. 28). Και γι’ αυτό «εμπλέκει το ανθρώπινο υποκείμενο στην ολότητά του, ο διάλογος μεταξύ των κοινοτήτων δεσμεύει με ιδιαίτερο τρόπο την υποκειμενικότητα καθεμιάς από αυτές και τις οδηγεί προς την αυτό-δωρεά στο πρόσωπο των άλλων» (NostraAetate, 28). Πράγματι, «διάλογος δεν είναι μόνο μία ανταλλαγή ιδεών. Κατά κάποιο τρόπο είναι πάντα μία ανταλλαγή δώρων» (UES, αρ. 28).

Η Σύνοδος καταλήγει στη διδασκαλία της περί του διαλόγου με τις άλλες θρησκείες ως εξής : «Πραγματικά, δεν είναι δυνατό να επικαλούμεθα το Θεό, Πατέρα όλων των ανθρώπων, όταν αρνούμεθα να συμπεριφερθούμε αδελφικά προς ορισμένους ανθρώπους πλασμένους ˝κατ’ εἰκόνα Θεοῦ˝. Η σχέση των ανθρώπων προς το Θεό Πατέρα και η σχέση των ανθρώπων προς τους αδελφούς τους, συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε η Αγία Γραφή να λέει : ˝Ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπην ἐστὶν ˝ (Α΄ Ιω. 4,8)» (UES, αρ. 28.

Με σκοπό τη συνέχιση και την προαγωγή του Διαλόγου με τις χριστιανικές Εκκλησίες, αλλά και με την μουσουλμανική, την εβραϊκή, αλλά και τις άλλες θρησκείες του κόσμου, η Αγία Έδρα ίδρυσε τρία «Συμβούλια». Συγκεκριμένα, προχώρησε στην ίδρυση του «Ποντιφικού Συμβουλίου για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών», του «Ποντιφικού Συμβουλίου Δικαιοσύνη και Ειρήνη» και του «Ποντιφικού Συμβουλίου για το διαθρησκευτικό διάλογο», τα οποία βρίσκονται σε συνεχή διάλογο και συνεργασία με τα διάφορα θρησκευτικά κέντρα και τις διάφορες θρησκείες του κόσμου για την από κοινού υπεράσπιση της δικαιοσύνης στον κόσμο και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών.

Χαρακτηριστικό αυτής της συνεργασίας, υπήρξε η διαθρησκευτική συνάντηση το 1984 στην Ασίζη, με πρωτοβουλία του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄, όταν φωτισμένοι πνευματικοί αντιπρόσωποι  από όλους τους θρησκευτικούς χώρους του κόσμου, προσευχήθηκαν και διακήρυξαν στην οικουμένη την ανάγκη να εκλείψουν οι αντιπαραθέσεις και η σύγκρουση των πολιτισμών. Η ανθρωπότητα έπρεπε να δημιουργεί γέφυρες και όχι να τις καταστρέφει.

Αυτό όμως θα επιτευχθεί μόνο με την υπέρβαση των προκαταλήψεων και των αρνήσεων, αλλά και με την άρση της εμμονής στην μονοπώληση της αλήθειας, μόνον όταν δηλαδή, θα αναγνωρίσουμε και θα σεβαστούμε τη διαφορετικότητα στον άλλον και την ελευθερία του να πιστεύει ελεύθερα τα βιώματα και τις θρησκευτικές του εμπειρίες. Η ανεκτικότητα πρέπει να είναι το σύνθημα της εποχής μας. Ανεκτικότητα και αλληλογνωριμία ανάμεσα στους ανθρώπους και στις Εκκλησίες, διάλογος και συνεργασία στο κοινωνικό, ανθρωπιστικό και μορφωτικό τομέα, επιβάλλεται για όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως.

 

 + Ιωάννης Σπιτέρης

Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας

Related Articles

Για τη Θεολογική εμβάθυνση της Ιεροσύνης

Για τη Θεολογική εμβάθυνση της Ιεροσύνης Το Σαββατοκύριακο 7 και 8 Νοεμβρίου 2009 ολοκληρώθηκαν οι συναντήσεις του Αρχιεπισκόπου, του Κλήρου και των Μοναχών του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης, που ως θέμα είχαν τη θεολογική εμβάθυνση της […]

«Η ειρήνη ως πορεία ελπίδας: Διάλογος, συμφιλίωση και οικολογική μεταστροφή» [2020]

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ 53ης ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ  ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ 1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020 Η ΕΙΡΗΝΗ ΩΣ ΠΟΡΕΙΑ ΕΛΠΙΔΑΣ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ   Η ειρήνη, ως πορεία ελπίδας μπροστά στα […]