Πρόσφατα

Για τη Θεολογική εμβάθυνση της Ιεροσύνης

Για τη Θεολογική εμβάθυνση της Ιεροσύνης

Το Σαββατοκύριακο 7 και 8 Νοεμβρίου 2009 ολοκληρώθηκαν οι συναντήσεις του Αρχιεπισκόπου, του Κλήρου και των Μοναχών του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης, που ως θέμα είχαν τη θεολογική εμβάθυνση της Ιεροσύνης του Ιερατείου, ένα βασικό ζήτημα το οποίο παρουσίασε και ανέλυσε ο Σεβασμιώτατος π. Ιωάννης, κάτω από τις κύριες παρεμβάσεις των παρευρισκομένων.

 

ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ

Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ


Εισαγωγή

Ως «εκκλησιαστικά διακονήματα» (Ministeria) εννοούμε τις διάφορες βαθμίδες του ιερού μυστήριου της Ιεροσύνης Ιερατείου. Είναι χαρακτηριστικό σημείο των καιρών αυτή η διατύπωση από τη σύγχρονη θεολογία όταν αναφέρεται στο Ιερατείο της Νέας Διαθήκης. Πράγματι, στην Καθολική Εκκλησία, στις τελευταίες δεκαετίες, οι θεολογικές μελέτες γύρω από τα εκκλησιαστικά «διακονήματα» έχουν πολλαπλασιαστεί με σκοπό να αναζητείται η αυθεντική φυσιογνωμία του χριστιανικού Ιερατείου, οι βιβλικές του βάσεις και η ουσία του.

Κατά τη διάρκειας της Β’ Συνόδου του Βατικανού, από τις 14-16 Οκτωβρίου 1965 πραγματοποιήθηκε μία από τις πιο θερμές συζητήσεις της Συνόδου, με θέμα «η ουσία του Ιερατείου». Σαράντα τέσσερις Συνοδικοί Πατέρες πήραν τον λόγο και ακούστηκαν οι πιο διαφορετικές απόψεις. Συνοψίζοντας αυτές τις συζητήσεις, ο εισηγητής της υπεύθυνης επιτροπής, για το σχέδιο «Περί Πρεσβυτέρων», επεσήμανε: «Η επιτροπή, στην εργασία της, θα πρέπει κυρίως να προσπαθήσει να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην εικόνα του ιερέα και να επεξεργαστεί, σε αρμονική ισορροπία, της διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί στη συζήτηση, για την ιδιαίτερη φύση του Ιερατείου και της διακονίας του».

Η φύση του ιερέα εξαρτάται από το πώς συλλαμβάνουμε την εικόνα του Θεού και από το πως ζούμε το μυστήριο κοινωνίας της Εκκλησίας. Δηλαδή, η σωστή αντίληψη του Ιερατείου εξαρτάται από τη σωστή ιδέα περί Θεού και Εκκλησίας. Η ιεροσύνη, είναι καθαρά πρόβλημα «θεολογικό» (στην κυριολεξία της λέξης, αφορά το Θεό) και «εκκλησιολογικό» (αφορά την κοινότητα).

Σε μία κοινωνία που την χαρακτηρίζει, όλο και περισσότερο, η εγκοσμίκευση και η αποχριστιανοποίηση κυρίως στο βιωματικό επίπεδο και στις δομές τις ίδιας της κοινωνίας, η εικόνα του Θεού ξεθωριάζει και μαζί της η εικόνα του ιερέα. Ταυτόχρονα η Εκκλησία, ως δομικά οργανωμένη κοινωνία μ’ ένα βαρύ παρελθόν φεουδαρχικής κληρονομιάς, επηρεάζει όλο και λιγότερο έναν κόσμο πού όλο και λιγότερο τον συγκινούν οι εκκλησιαστικές δομές. Ο ιερέας, σύμβολο της οργανωμένης Εκκλησίας, με δυσκολία βρίσκει μία κατάλληλη θέση σ’ αυτήν την σύγχρονη κοινωνία μας.

Δεν είναι οι θεολογικές αλήθειες που έχουν γίνει προβληματικές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται αυτές τις αλήθειες. Η θεολογία έχει καθήκον να επεξεργαστεί νέους τρόπους παρουσίασης των δεδομένων της πίστης. Η ιερατική διακονία έχει ωφεληθεί κυρίως από τις εκκλησιολογικές διατυπώσεις της Β΄ Συνόδου του Βατικανού και από τις βιβλικές μελέτες γύρω από τα «διακονήματα» ή «υπουργήματα». Έτσι σήμερα έχει γίνει μία εννοιολογική μετακίνηση, όσον αφορά το Ιερατείο, εν σχέση με τη Σύνοδο της Τριδέντου, πού παρουσίαζε τον ιερέα, σχεδόν αποκλειστικά, σαν τον άνθρωπο της «λατρείας» και χορήγησης των ιερών μυστηρίων. Η διακονία του ιερέα, έτσι όπως την προβάλει το «PresbyterorumOrdinis» (Η Τάξη των Πρεσβυτέρων) της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, περιλαμβάνει τ’ ακόλουθα τρία κυριότερα λειτουργήματα:

  • Την αγγελία του Λόγου του Θεού, που περιλαμβάνει την κατήχηση, το κήρυγμα και τη μελέτη των προβλημάτων του καιρού μας.
  • Τη συνάθροιση του λαού του Θεού, ποιμαντικό λειτούργημα που έχει ως σκοπό να δημιουργήσει μία χριστιανική κοινότητα, πραγματικά πιστή, στρατευμένη και αποστολική.
  • Τέλος την «πνευματική θυσία των πιστών», που έχει ως αποκορύφωμα την τέλεση της Αγίας Ευχαριστίας και των λοιπών ιερών μυστηρίων για να μεταμορφωθεί η κοινότητα σε Σώμα Χριστού ή Εκκλησία.

Ο ιερέας, λοιπόν, παράλληλα με τα λειτουργικά του καθήκοντα, οφείλει ν’ ασκεί όλη αυτήν την αποστολική και διακονική δραστηριότητα, που σύμφωνα με τον Άγιο Παύλο, αποτελεί η ήδη μία λατρεία που αποδίδεται στο Θεό (βλ. Ρωμ. 15,16.

Ο πρεσβύτερος, σύμφωνα λοιπόν με την Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, δεν είναι μόνο «sacerdos», δηλαδή ένας άνθρωπος πού ασκεί ένα ιερό λειτούργημα, αλλά κυρίως ένας «απόστολος» (απεσταλμένος) και ένας «υπηρέτης» (διάκονος). Περισσότερο από μία εξουσία έχει λάβει ένα χάρισμα και αναλάβει μία αποστολή. Η αποστολή αυτή επεκτείνει εκείνη του Χριστού στο σήμερα, με την αγγελία του Ευαγγελίου, με τη συνάθροιση των πιστών και με τη τέλεση της πνευματικής και λειτουργικής λατρείας.

Το Ιερατείο στις μη χριστιανικές θρησκείες

Για ν’ αντιληφθούμε καλύτερα τα νέα χαρακτηριστικά στοιχεία του χριστιανικού Ιερατείου, είναι ανάγκη να το συγκρίνουμε με τις μορφές του Ιερατείου που έχουν παρουσιαστεί, κατά καιρούς, στις διάφορες θρησκείες.

α) Στις πρωτόγονες θρησκείεςαντιλαμβάνονται τη θεότητα κυρίως σαν μία δύναμη, μπροστά στην οποία ο άνθρωπος βρίσκεται αδύνατος και εκτεθειμένος. Μέσα σ’ αυτές τις κοινότητες ο ιερέας παρουσιάζεται μπροστά στις άγνωστες θεϊκές δυνάμεις και με μαγικές και μυστικές πράξεις υπερασπίζει τη θρησκευτική κοινότητα από τις τυφλές μυστικές δυνάμεις, που μπορούν κάθε στιγμή να βλάψουν τους ανθρώπους. Συχνά αυτοί οι ιερείς είναι οι θεματοφύλακες αυτών των θεϊκών δυνάμεων και οι ορατοί αντιπρόσωποι της θεότητας.

β) Στις πολιτιστικές θρησκείες αντιλαμβάνονται τους θεούς ως ιδρυτές, θεμελιωτές και θεματοφύλακες των αξιών αυτών πού αποτελούν τον πολιτισμό αυτών των λαών. Ο ιερέας τότε, ταυτίζεται με τις διάφορες πολιτιστικές αξίες. Έτσι έχουμε τον βασιλέα – ιερέα,όταν αυτή η ταύτιση γίνεται στο πολιτικό επίπεδο, τον ιερέα – νομοθέτη και κριτή, όταν ταυτίζεται με την ιερότητα του κρατικού δικαίου, τον ιερέα – μάντη – οιωνοσκόπο,στην περίπτωση που ο ιερέας ταυτίζεται με τη σωτηρία του ανθρώπου, μέσο μίας ανωτέρας γνώσης. Τέλος έχουμε τον ιερέα – γιατρό και θεραπευτή,όταν ταυτίζεται με τις άγνωστες δυνάμεις που οδηγούν και επηρεάζουν τις ψυχοσωματικές διαθέσεις του ανθρώπου.

Γενικά αυτές οι δυνάμεις γίνονται το σημείο επαφής και της ένωσης του ιερέα με τη θεότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ιερέας διαχειρίζεται και χειραγωγεί τη μαγική αυτή δύναμη για να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για τη σωτηρία του ατόμου ή και της κοινότητας ή συχνά ακόμη και να κρίνει τα άτομα και τη κοινότητα.

γ) Διαφορετικό παρουσιάζεται το Ιερατείο στον ιουδαϊσμό. Το ουσιαστικό νέο στοιχείο πού φέρνει η αποκαλυμμένη θρησκεία της Παλαιάς Διαθήκης, αποτελείται από το γεγονός πως, μόνο ο Θεός είναι ο δυνατός, ο απόλυτος δημιουργός του κόσμου, ο Κύριος της ιστορίας των ανθρώπων. Αυτός μόνο καθορίζει τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές των ανθρώπων, ο ιερέας είναι απλός ο θεματοφύλακας αυτών των αρχών. Ο Θεός είναι ο απόλυτος και η πρωταρχική και μοναδική αρχή των πάντων, ο ιεράς είναι ο υπηρέτης του και αυτό οφείλεται μόνο γιατί ο ίδιος ο Θεός του παραχωρεί αυτήν την αποστολή. Η αποστολή του ιερέα είναι να γίνει φορέας της χάρης του Θεού προς τους ανθρώπους και ταυτόχρονα των προσευχών και των θυσιών του ανθρώπου προς το Θεό. Εκείνο που δημιουργεί τον ιερέα προέρχεται από το Θεό, μόνο Αυτός καλεί τους ανθρώπους σε μια τέτοια υπηρεσία.

Στα πλαίσια της θρησκευτικής ιστορίας των Εβραίων οι «ιερατικές» επεμβάσεις του Θεού υπέρ του λαού του αρχίζουν με το κάλεσμα του Αβραάμ, ακολουθεί η συμφωνία που έκαμε ο Θεός με το Μωυσή και κυρίως με το κάλεσμα του Ααρών.

Ωστόσο η ενσάρκωση της θρησκείας στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και μορφωτικό κόσμο του ανθρώπου, συνεπάγεται τον κίνδυνο όχι μόνο ν’ ανθρωποποιηθούν τα του Θεού, αλλά και το αντίθετο. Ο άνθρωπος έχει την τάση να μεταφέρει τα δικά του πράγματα, τις δικές του αποφάσεις, τους δικούς του νόμους στο Θεό, σαν να άνηκαν στον ίδιο το Θεό, να αποτελούσαν πρωτοβουλίες του ίδιου του Θεού. Έτσι το ιουδαϊκό Ιερατείο, κατά τη διάρκεια των αιώνων, θα υποστεί δύο βασικές μεταβολές, που θ’ αποτελέσουν και τα αρνητικά του όρια.

1)Το Ιερατείο γίνεται ένας θεσμός συνδεδεμένος με τη γενεά του Ααρών και επομένως θα αποτελέσει κληρονομιά μίας και μόνο οικογένειας.

2)Μετά τη δημιουργία του Ναού της Ιερουσαλήμ από το Σολομώντα, με ότι αυτό συνεπάγεται, η ιερατική υπηρεσία θα περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά σε λατρευτικά καθήκοντα, σ’ αντίθεση με την πρωταρχική προφητική μορφή της. Η μορφή του ιουδαϊκού Ιερατείου θα υποστεί ακόμη μία τροποποίηση όταν, μετά το τέλος της μοναρχίας και της εξορίας στη Βαβυλωνία, θ’ αναλάβει όλο και περισσότερο πολιτικές εξουσίες. Σ’ αντιπαράθεση αυτής της λατρευτικό-πολιτικής ελίτ, δημιουργείται το λαϊκό θρησκευτικό κόμμα των φαρισαίων και των νομομαθών. Το τελευταίο ιδρύθηκε κάτω από την επιρροή του ελληνισμού και αποτελούσε μία πραγματική «συντεχνία» θεολόγων.

Ο ερχομός του Ιησού αποτελεί και το τέλος του ιουδαϊκού Ιερατείου. Από την ανθρώπινη καταγωγή του ο Ιησούς δεν προέρχεται από την ιερατική οικογένεια και δε διάλεξε ούτε έναν από τους ιερείς του Ναού ως απόστολο.

Ο Ιησούς διδάσκει ότι η λατρεία είναι πνευματική και δεν είναι συνδεμένη με πρόσωπα, τόπους ή πράγματα (βλ. Ιω 4,19-25). Για την Καινή Διαθήκη η λατρεία αποτελείται από την προσφορά του εαυτού μας στο Θεό (βλ. Ρωμ. 12,1 και Εβρ. 13,15-17,20-21). Αυτοί που είχαν μεταστραφεί από τον ιουδαϊσμό και κυρίως οι λευίτες και οι ιερείς αισθάνονταν απογοήτευση μέσα στην πρωτοχριστιανική κοινότητα. Νοσταλγούσαν τις μεγαλοπρεπείς τελετές του ναού και η νεοφώτιστη πίστη τους κλονίζονταν. Σ’ αυτούς απευθύνεται η προς Εβραίους επιστολή, η οποία υπογραμμίζει με δύναμη ότι, στη Νέα Διαθήκη ο μοναδικός ιερέας και η μοναδική θυσία αποτελείται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Η θυσία του Χριστού είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Το γεγονός αυτό καθιστά περιττό το ιουδαϊκό λατρευτικό Ιερατείο και δίνει εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία στο Ιερατείο της νέας θρησκείας, που εγκαινίασε ο Χριστός. Αυτή τη νέα και τελείως διαφορετική φυσιογνωμία του χριστιανικού Ιερατείου θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε στη συνέχεια.

Βιβλική διδασκαλία

Η χριστιανική διακονία

Η Καινή Διαθήκη για να καθορίσει την αποστολή των μαθητών στην Εκκλησία, μεταχειρίζεται συχνά τη λέξη «διακονία» (Εβραϊκά «αβόντα») που σημαίνει «υπηρεσία». Η χριστιανική διακονία δεν περιορίζεται στην φιλανθρωπία, έχει ένα πιο βαθύ νόημα. Την κατέχει μία δική της δυναμική και ένας δικός της νόμος, πού τείνει να οδηγήσει τη «διακονία» αυτή σ’ ένα ολοκληρωτικό δόσιμο στην κοινότητα. Αυτό το «δόσιμο» (το να είσαι «ο-άνθρωπος-δια-τους-άλλους») θα αποτελέσει την ουσία της εκκλησιολογικής κλήσης μέσα στην κοινότητα.

 

Κάτω από το φως αυτό διαγράφεται η «διακονία» μέσα στην Εκκλησία. Αυτή η διακονία ξεπερνά την απλή υπηρεσία στην οποία όλοι οι χριστιανοί είναι καλεσμένοι, αποτελεί ένα ιδιαίτερο χάρισμα (δώρο της χάρης του Θεού) για την ανοικοδόμηση της Εκκλησίας. «Υπάρχουν ποικιλίεςδιακονιών, αλλά ένας μόνο είναι ο Κύριος» (Α’ Κορ. 12,5).

 

Η «Διακονία», λοιπόν, είναι ένα ιδιαίτερο χάρισμα, πού προσδιορίζει τη θέση ενός μέλους μέσα στην Εκκλησίας και για την Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος διευκρινίζει ακόμη περισσότερο σε τι συνίσταται αυτή η χαρισματική διακονία: «Ένεκα της χάριτος που μου δόθηκε από το Θεό, είμαιλειτουργός (υπηρέτης) του Ιησού Χριστού στα έθνη, προσφέροντας ως θυσία το κήρυγμα του ευαγγελίου του Θεού (ἱερουργούντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ), για να είναι η προσφορά των εθνών ευπρόσδεκτη, αγιασμένοι δια του Πνεύματος του Αγίου» (Ρωμ. 15,16). Για τον Απόστολο Παύλο, λοιπόν, αυτή η νέα διακονία αποτελεί την εκπλήρωση της νέας θυσίας που είχαν οραματιστεί οι προφήτες (βλ. Ης. 55, 6-7 και Μαλ. 1,11-12). Η θυσία των νέων καιρών δεν θα είναι πια εκείνη των Ιουδαίων. Ο ερχομός του Χριστού άνοιξε καινούργιους ορίζοντες και νέες δυνατότητες, τώρα τα έθνη, αν δεχτούν το ευαγγέλιο, μπορούν να προσφέρουν αυτή την αμόλυντη θυσία. Η ίδια η ύπαρξη τους είναι άγια, οι προσπάθειες τους, οι προσευχές τους, αποτελούν πνευματική διακονία, («λειτουργία») πού αποδίδεται στο Θεό. Ο Απόστολος Παύλος υποδεικνύει ένα νέο τρόπο θυσίας προς το Θεό, η διακονία τώρα προσλαμβάνει το νόημα μίας παγκόσμιας «λειτουργίας». Το Ιερατείο στο οποίο αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος, στην ουσία του, δεν συνίσταται σε ένα λατρευτικό λειτούργημα, το οποίο συνεπάγεται κάτι το απόλυτα ξεχωριστό και που πρέπει να τοποθετηθεί πέρα από την παρούσα ζωή, ασκείται σ’ αυτή τη ζωή, και ουσιαστικά ταυτίζεται με τη διακονία. Ακόμη και η «λατρεία» θα αποτελέσει μέρος και τρόπος αυτής της διακονίας.

 

Αυτό το λειτούργημα που το ζούμε και το εννοούμε σαν διακονία, προϋποθέτει μία ριζική αλλαγή («μετάνοια»). Εκείνος πού καλείται από το Θεό σε ένα τέτοιο λειτούργημα πρέπει να ζει στοκόσμο απαλλαγμένος από συμφέροντα και να είναι συνεχώς προσκολλημένος στο Χριστό, το μοναδικό Κύριο του κόσμου και μοναδική πηγή των διακόνων: «Αυτός όρισε μερικοί να είναι απόστολοι, άλλοι προφήται, άλλοι ευαγγελισταί, άλλοι ποιμένες και διδάσκαλοι, για να καταστήσει ικανούς τους αδελφούς να εκπληρώσουν τη διακονία, για την οικοδομή του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4,11-12).

Η εκκλησιαστική διακονία ως αντιπροσωπεία του Χριστού και ως εξουσία

Εκείνοι που ασκούν τη διακονία μέσα στην Εκκλησία είναι απεσταλμένοι και αντιπρόσωποι του Χριστού. Τα λόγια του Χριστού: «Όποιος ακούει εσάς, εμένα ακούει. Κι αυτός που περιφρονεί εσάς, περιφρονεί εμένα» (Λκ 10,16), αν και απευθύνονται σ’ όλους τους μαθητές του Χριστού, εν τούτοις δεν παύουν να έχουν μία ιδιαίτερη σημασία για τους διακονούντας στην Εκκλησία. Η παρουσία του Χριστού μεταξύ των μαθητών του, εξασφαλίζει σ’ αυτούς μία εξουσία που εξασκούν στο όνομα του.Η εξουσία όμως αυτή έχει νόημα μόνο όταν την χαρακτηρίζει η ταπείνωση και πάντοτε το πνεύμα διακονίας: «Εάν κανείς θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να είναι ο τελευταίος όλων και υπηρέτης όλων» (Μρ. 9,35).

Η εξουσία στην εκκλησία διαφέρει απόλυτα από την εγκόσμια που την ασκούν με τη χρησιμοποίηση της βίας και της δύναμης. Είναι εξουσία μόνο και εφόσον επαγγέλλεται το Λόγο, που είναι «δύναμη Θεού». Ο σκοπός της εξουσίας αυτής είναι η σωτηρία του ανθρώπου γι’ αυτό εκείνοι που ασκούν την εξουσία στην Εκκλησία δεν μπορούν να επιβληθούν με εξωτερικές πιέσεις διότι ο άνθρωπος δέχεται την εξουσία αυτή εσωτερικά, στα πλαίσια της ελευθερίας του πνεύματος.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτά τα γνήσια εκκλησιολογικά πλαίσια, η εξουσία των «διακόνων» δεν παύει ν’ ασκείται με μια κάποια δύναμη. Τα λόγια του Χριστού προς τους Αποστόλους μας το επιβεβαιώνουν. Έτσι π.χ. όταν στο τελευταίο δείπνο τους λέει «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησην» μεταδίδει στους Αποστόλους του και στους διαδόχους του την «εξουσία» να αναβιώνουν ανά τους αιώνας την «ανάμνηση» του πασχαλινού του μυστήριου. Επίσης, όταν μετά την ανάσταση του ο Κύριος λέει στους Αποστόλους του: «Μου δόθηκε πλήρης εξουσία στον ουρανό και στη γη. Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου» (Μτ. 28,18), τους καθιστά μάρτυρες και αγγελιοφόρους της σωτηρίας, ως τα πέρατα της γης, για ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορίας, μέχρι τον ένδοξο γυρισμό Του.

Σε ποιόν όμως απευθύνεται ο Χριστός με τα παραπάνω λόγια; Στους μαθητές του και ταυτόχρονα σ’ όλη την Εκκλησία1. Μεταξύ των μαθητών απευθύνεται κυρίως στον Πέτρο και ταυτόχρονα σ’ όλους τους Αποστόλους. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι, η εξουσία στην Εκκλησία είναι «συλλογική», ή «συνοδική». Η εκκλησιαστική διακονία όπως και η αποστολή στην Εκκλησία, παρουσιάζει δύο πλευρές. Από τη μία υποχρεώνει να γίνει κανείς μάρτυρας του Χριστού, να τεθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αυτή η υποχρέωση πηγάζει απ’ αυτό καθ’ αυτό το χριστιανικό μας«είναι», από την οντολογική υπόσταση του χριστιανού. Όλοι οι χριστιανοί, εξ’ αιτίας του βαπτίσματος τους, είναι καλεσμένοι σε αυτήν τη διακονία. Το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει να είναι μαθητής και το να είναι μαθητής σημαίνει να είναι «απόστολος» (απεσταλμένος για μια αποστολή). Από την άλλη όμως, στα πλαίσια των ποικιλιών των χαρισμάτων, μερικοί αφιερώνονται στην υπηρεσία της διακονίας με ένα ιδιαίτερο τρόπο που προέρχεται από μία συγκεκριμένη εντολή, από μία εξουσιοδότηση.

 

Η δομή των διακονιών στην υπηρεσία της Εκκλησίας

Η ποικιλία των διακονιών στην Καινή Διαθήκη.

Η Καινή Διαθήκη (ΚΔ) δεν αναφέρεται σε μία και μοναδική καθιερωμένη έννοια της διακονίας, όπως την εννοούμε συνήθως σήμερα.

Βρίσκουμε μάλλον μία πλούσια ποικιλία από έννοιες: απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, ευαγγελιστές, ποιμένες, επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι….. Αλλού απαριθμούνται άλλα χαρίσματα που δίνονται, πιθανόν για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένα πρόσωπα: Η αγγελία του Λόγου, η γλωσσολαλιά, η θαυματουργές δυνάμεις, θεραπευτικά χαρίσματα, η φροντίδα για τους αρρώστους, για της χήρες, για τα ορφανά….. (βλ. Α’ Κορ.12,28-30). Το γεγονός ότι στην αρχή υπήρχε, στην Εκκλησία τόση μεγάλη ποικιλία από διακονήματα αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές του, σ’ αυτόν τον τομέα, ένα συγκεκριμένο κανόνα. Η ΚΔ αναφέρεται σε διακονήματα και όχι σε διακόνημα. Μέσα στα πλαίσια αυτής της ποικιλίας των χαρισμάτων, ο Χριστός διάλεξε μία ειδική ομάδα από ανθρώπους για «να είναι μαζί του» και να τους στέλνει για να αναγγέλλουν το μήνυμα του.

Οι Δώδεκα

Οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές συμφωνούν ότι ο Χριστός, κατά τη διάρκεια της δημόσιας ζωής του, είχε συγκεντρώσει γύρω του, κατά το έθιμο των ραβίνων, μία ομάδα μαθητών «ἵνα ὧσιν μετ’αὐτοῦ» (Μρ.3,13). Η ονομασία «οι Δώδεκα» είναι συμβολική και αναφέρεται στηναρχή (οι δώδεκα πατριάρχες) και στο τέλος: «Αλήθεια σας λέγω….. όταν ο Γιος του ανθρώπου θα καθίσει στο θρόνο της δόξης του στη νέα δημιουργία, θα καθίσετε και σεις σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνεται τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ» (Μτ 19,28). «Η Ομάδα των Δώδεκα» αντιπροσωπεύουν το νέο Λαό του Θεού (τις δώδεκα φυλές). Αποστολή τους είναι να βοηθήσουν το Χριστό στην αγγελία της Βασιλείας του Θεού. (βλ. Μαρ. 6,7-13 και Λκ. 9,1-61). Η αποστολή τους επικυρώθηκε μετά την Ανάσταση και ανέλαβε παγκόσμιες διαστάσεις (βλ. Μτ 28,16-20). Ταυτόχρονα έχουν και μια μοναδική και ανεπανάληπτη αποστολή: είναι μάρτυρες, προνομιούχοι, της ζωής, του θανάτου και της Ανάστασης του Κυρίου (βλ. Λκ 24,48-9. Πραξ. 1,4-11).

Οι Απόστολοι οφείλουν να είναι εικόνες του Χριστού πους τους αποστέλλει. Όπως ο Χριστός είναι ο καλός ποιμήν, έτσι και ο Πέτρος (βλ. Ιω 21,15-8) και οι Δώδεκα (Μτ 9,35-38). Ο Χριστός είναι ο βράχος του Ισραήλ, η ακρογωνιαία πέτρα, έτσι και ο Πέτρος ονομάζεται «Κεφαλή»= Πέτρα = Βράχος (Μτ 16,13-20) και οι Δώδεκα ονομάζονται «κολώνες» και «θεμέλια» (βλ. Εφ. 2,20-Γαλ. 2,9. Πράξ. 21,14). Όπως ο Χριστός υπέφερε εξαιτίας της βασιλείας που κήρυτταν, έτσι και οι Απόστολοι θα «παραδοθούν σε βασανιστήρια» (βλ. Μτ. 24, 9).

Οι Απόστολοι, λοιπόν, θα συνεχίσουν το έργο του Χριστού ως διάδοχοί του.

Ο Παύλος και ο Λουκάς εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο την έννοια του Αποστόλου. Με την πλήρη σημασία της λέξης, ο Απόστολος είναι ο μάρτυρας της ζωής, του Θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου και με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος γίνεται ο κήρυκας αυτού του γεγονότος σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η ιδιότητα του Αποστόλου επεκτείνεται στο Ματθία (βλ. Πράξεις 1,24-26 ), στον Παύλο και στον Ιάκωβο, «αδελφό» του Κυρίου, που δεν άνηκαν στην πρωταρχική ομάδα των Δώδεκα. Ο Παύλος και ο Λουκάς θέτουν ως προϋπόθεση για την επέκταση της αποστολικής διακονίας, μια άμεση η έμμεση επέμβαση του Θεού, μια ιδιαίτερη «κλήση», ένα κάλεσμα. Αργότερα θα θεωρούνται επίσης απόστολοι αυτοί που είναι καλεσμένοι ν’ αναγγέλλουν το Ευαγγέλιο και πάντοτε βάση ενός αναλόγου τίτλου, μιας «κλήσης» που προέρχεται άνωθεν.

Στο γεγονός αυτό βασίζεται και η αποστολική διαδοχή. Η μοναδικότητα των Αποστόλων ως μάρτυρες της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου δεν μεταδίδεται, μ’ αυτήν την έννοια οι Δώδεκα παραμένουν τα θεμέλια της Εκκλησίας. Έχουν όμως και άλλες ιδιότητες, που θα μεταδώσουν σε άλλους για να μπορέσει η Εκκλησία να βαδίσει προς την εσχατολογική της τελειότητα: Η αποστολή ν’ αναγγέλλουν σ’ όλο τον κόσμο το χαρμόσυνο άγγελμα του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίους για την άφεση την αμαρτιών, να μεταδίδουν το βάπτισμα, να τελούν την «ανάμνηση του Κυρίου έως ότου έλθει», να τοποθετούν τα χέρια για να μεταδίνουν το Δώρο του Αγίου Πνεύματος. Στην αρχή συνάθροισαν την Εκκλησία μεταξύ των Ιουδαίων μετά επεκτάθηκαν προς τους εθνικούς και μετάδωσαν σε άλλους αυτή την αποστολή τους, έως ότου συμπληρωθούν οι καιροί. Οι Δώδεκα όμως παραμένουν η ρίζα και η πηγή κάθε αποστολής.

Οι Εβδομήκοντα

Η Κ.Δ. μας παρουσιάζει μια άλλη ομάδα ανθρώπων που είναι καλεσμένοι να ασκήσουν τηδιακονία, την «Ομάδα τωνΕβδομήκοντα«Ο Κύριος διάλεξε άλλους εβδομήντα μαθητές και τους έστειλε ανά δύο πριν από εκείνον σε κάθε πόλη και σε κάθε τόπο απ’ όπου έμελλε να περάσει» (Λκ 10, 1). Ο αριθμός 70 είναι κι’ αυτός συμβολικός και συνεπάγεται μια ιδέα εξουσίας: Όπως ο Μωυσής είχε 70 πρεσβυτέρους γύρω του με εξουσίες (βλ. Εξ. 24,1, Αριθμοί 11,16), έτσι και ο Χριστός. Ο συμβολισμός των 70 ήταν πολύ γνωστός τον καιρό του Χριστού και σημαίνει ακόμη εξουσία σε παγκόσμια κλίμακα, πράγματι η πεποίθηση ότι ο κόσμος γνωρίζει 70 λαούς και 70 γλώσσες.

Όπως οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ είχαν την ευθύνη, μαζί με τον Μωυσή, να διευθύνουν το λαό και να εξασκούν την προφητική αποστολή, έτσι και οι Εβδομήκοντα λαμβάνουν από το Χριστό μια αποστολή και τον βοηθούν στο έργο του. Η εκκλησιαστική διακονία δεν περιοριζόταν στους Δώδεκα, πρώτα όμως αναφέρεται σ’ αυτούς και μετά στους Εβδομήκοντα.

Η συνύπαρξη των Εβδομήκοντα με τους Δώδεκα, μας κάνει να συμπεράνουμε ότι, όταν οι Απόστολοι, ωθούμενοι από τις ανάγκες των νέων κοινοτήτων, μεταδίνουν το λειτούργημα τους σε άλλους τοπικούς παράγοντες, δεν το κάνουν σαν να μεταβιβάζουν μία εξουσία, που μόνο αυτοί κατέχουν κατ’ αποκλειστικότητα. Όπως ο Μωυσής και ο ίδιος ο Ιησούς, διαλέγουν τους «πρεσβυτέρους», πρόσωπα, δηλαδή, που μαζί μ’ αυτούς θα επιτελέσουν μια υπηρεσία για το καλό της κοινότητας. Η πρωτοχριστιανική κοινότητα θα εξακολουθήσει τη μετάδοση αυτή των διακονημάτων μιμούμενη τον Ιησού και τους Αποστόλους.

Οι Επτά

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ακόμη περισσότερο αν θεωρήσουμε την «Ομάδα των Επτά».Πράγματι η πρώτη πράξη με την οποία οι Απόστολοι επεκτείνουν την εκκλησιαστική διακονία, είναι η ίδρυση της ομάδας των «Επτά». Αυτά τα επτά πρόσωπα, «άνδρες καλής φήμης, πλήρεις από Άγιο Πνεύμα και σοφία» (Πρ. 6,3), είναι ιουδαίοι με ελληνιστική μόρφωση και μεταστραμένοι στο Χριστό. Εκτός από την «υπηρεσία σε τραπέζια», καλούνται να κηρύξουν. Αυτό που ήταν οι Δώδεκα για τους Ιουδαίους, θα γίνουν οι Επτά για τους έλληνοιουδαίους της διασποράς. Οι Απόστολοι διάλεξαν εφτά πρόσωπα, γιατί και σε κάθε συναγωγή της διασποράς υπήρχε ένα συμβούλιο από εφτά πρόσωπα πού τη διοικούσε.

Πρωτοχριστιανική οργάνωση

Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία οργανώθηκε σύμφωνα με το μοντέλο της συναγωγής. Σ’ αυτήν υπήρχε ένα «κολέγιο των πρεσβυτέρων» επικεφαλής του οποίου ήταν ο «πρόεδρος της συναγωγής». Στην Ιερουσαλήμ υπήρχε μια τέτοια οργάνωση με επικεφαλής τον Ιάκωβο, που δεν ήταν απόστολος. Έτσι μαζί με το «κολέγιο των Αποστόλων» με επικεφαλή τον Πέτρο, υπήρχε και το «κολέγιο των πρεσβυτέρων» με επικεφαλή έναν τοπικό επίσκοπο. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε και από τις ποιμαντικές επιστολές του Παύλου και από τα γραπτά των αποστολικών πατέρων. Στην Κρήτη συναντούμε το Τίτο, στην Έφεσο τον Τιμόθεο, στη Ρώμη τον Κλήμεντα, στην Αντιόχεια τον Ιγνάτιο.

Μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και το θάνατο του Ιακώβου, στην Ανατολή όλο και περισσότερο επικρατεί ο επίσκοπος σε μια μοναρχική μορφή. Κατά το τέλος του πρώτου αιώνα η χριστιανοσύνη παρουσιάζει δύο μορφές ιεραρχικής δομής: Η Ανατολή (Αντιόχεια) γνωρίζει παντού ένα μοναρχικό επίσκοπο. Η Δύση (Ρώμη) έχει και το κολέγιο των πρεσβυτέρων η πρεσβύτεροι-επίσκοποι.

Την ίδια εποχή (τέλη του πρώτου αιώνα) διαμορφώνεται επίσης μια διαφορετική έννοια όσον αφορά τη σημασία του επισκόπου. Στην Ανατολή θεωρείται σαν αρχηγός της τοπικής κοινότητος. Η πάλη ενάντια στην αίρεση των γνωστικών συμβάλλει στην επικράτηση αυτής της νοοτροπίας. Η Ρώμη και γενικά η Δύση αναφέρονται και εμπνέονται από το γεγονός ότι ο Πέτρος «άλλαξε» έδρα και μετάφερε στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τη γενική επισκοπήτης Ιερουσαλήμ και της Αντιοχείας. Αυτή η εκκλησιολογική διαφοροποίηση θα χαρακτηρίζει ακόμα και σήμερα την έννοια των εκκλησιαστικών διακονιών στην Ανατολή και στη Δύση.

Ο ρόλος του επισκόπου σταθεροποιείται ακόμη περισσότερο, όταν η Εκκλησία συνειδητοποιεί ότι τα διακονήματα δεν είναι προαιρετικά, αλλά αναντικατάστατα, γι’ αυτό θα παραμείνουν και σταθερά. Τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «Οι άγιοι που κινούνται από το Πνεύμα κρίνουν τα πάντα, αυτοί όμως κρίνονται μόνο από το Θεό» (Α΄ Κορ. 2,15) στην αρχή αναφέρονταν σ’ όλους τους πιστούς, τώρα όμως περιορίζεται, κυρίως στη Δύση, μόνο στο Ιερατείο και στις πιο ψηλές βαθμίδες του. Το Ιερατείο λοιπόν μπορεί να κρίνει τους πιστούς, αυτό αναφέρεται στην αρχή στους επισκόπους, μετά στις μητροπολιτικές έδρες και τέλος στη ρωμαϊκή έδρα («Primasedesanemineuidicatur» (Η πρώτη έδρα δεν κρίνεται από κανέναν). Έτσι σιγά σιγά στην έννοια της εκκλησιαστικής διακονίας περιέχεται και η «εξουσία της δικαιοδοσίας».

Η Μυστηριακή οντότητα της εκκλησιαστικής διακονίας
Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει, λοιπόν, ένα ιδιαίτερο μόνιμο χάρισμα, η εκκλησιαστική διακονία, για το καλό της Εκκλησίας. Πώς μεταδίδεται όμως αυτή η διακονία σε μερικούς πιστούς και τι περιέχει ακριβώς αυτό το χάρισμα; Με άλλα λόγια, η προσοχή μας τώρα θα στραφεί στηνμυστηριακή ουσία της εκκλησιαστικής διακονίας. Η ιστορική αναδρομή είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος.

Από τα «διακονήματα» στο «Ιερατείο»

Στην Καινή Διαθήκη, μαζί με το Βάφτισμα και την Ευχαριστία, βρίσκουμε μια άλλη, ζωτικής σημασίας, πράξη για την Εκκλησία: πρόκειται για την εκλογή και τον ορισμός ενός προσώπου που είναι καλεσμένος να εξασκήσει ένα εκκλησιαστικό διακόνημα, και αυτό επιτελείται με μια χειρονομία και μια επίκληση, που μεταδίδει τη χάρη της διακονίας. Η εκλογή του Ματθία γίνεται μέσα σ’ ένα τελετουργικό πλαίσιο (βλ. Πράξ. 1,15-26). Οι επτά διορίζονται από τους Αποστόλους με την προσευχή και με την «επίθεση των χεριών». Ο Απόστολος Παύλος στις διάφορες πόλεις που κηρύττει, τοποθετεί σαν πρεσβύτερους στην κοινότητα μερικούς άντρες με την επίθεση των χεριών (Βλ. το «χειροτονίσαντες» στις Πράξεις 14,23).

Οι Ποιμαντικές επιστολέςμας αποκαλύπτουν κάτι επιπλέον. Ο Παύλος μιλάει για ένα ιδιαίτεροχάρισμα του Θεούπου πρέπει «ν’ αναζωπυρωθεί» και που γίνεται παρόν εξαιτίας της επίθεσης των χεριών. (βλ. Β΄ Τιμ. 16 και Α΄ Τιμ. 4,14). Στον Τίτο υπενθυμίζει ότι έχει δώσει ήδη εντολή να εγκαταστήσει πρεσβυτέρους (Τίτος 1,5).

Η χειρονομία της επίθεσης των χεριών προέρχεται από τον ιουδαϊσμό και μπορεί να σημαίνειευλογία (Πραξ. 8,17) ή μετάδοση μίας αποστολής (Πραξ. 19,3).

Η αποστολή αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στη διακονία μίας ορατήςκαθοδήγησης της χριστιανικής κοινότητας, στη διάδοση και υπεράσπιση του κηρύγματος των αποστόλων και στη λειτουργική υπηρεσία(Βλ. Α’ Τίτου 4,13 5,20-22 Ιακ. 5,14-15….). Στην αρχή λοιπόν τα διακονήματα χαρακτηρίζονται από μια χαρισματικήδιάσταση και κυρίως τη διάστασηυπηρεσίας, που θυμίζει το δόσιμο του «Δούλου του Γιαχβέ» του Δεύτερο-Ησαΐας (βλ. Ης. 50,1-10).

Αυτά τα χαρακτηριστικά επιβεβαιώνονται και στα αμέσως μετά αποστολικά γραπτά: Α΄ επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης (8897 ή 92101), Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων (2ος μ.Χ. αιώνας), ο Ποιμήν του Ερμά (2ος μ.Χ. αιώνας) .

Ο Ιγνάτιος μας παρουσιάζει ήδη μια δομή της Εκκλησίας αρκετά οργανωμένη. Ο επίσκοπος αποτελεί το κέντρο της κοινότητας, όσον αφορά την πειθαρχία, τη διδασκαλεία και τη λατρεία. Οι πρεσβύτεροι είναι οι συνεργάτες του επισκόπου και αποτελούν το πρεσβυτέριο. Οι διάκονοι παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, σαν ξεχωριστεί οντότητα, με μια διακονία που αφορά κυρίως την Αγία Ευχαριστία.

Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε πως στην εποχή αυτή, εκείνο που χαρακτηρίζει το Ιερατείο ήταν η προφητική και αποστολικήδιακονία του Λόγου και ηποιμαντική αποστολήπου έχει ως σκοπό να διατηρήσει την ενότητα της κοινότητας.

Με την εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων, όπως οι γνωστικοί, υπογραμμίζεται περισσότερο ηδιδακτική αποστολή τουςγια να διατηρηθεί η γνησιότητα του αποστολικού κηρύγματος. Αυτό όμως φέρνει σιγά, σιγά, να υπογραμμιστεί περισσότερο η θεσμική διάσταση του Ιερατείουκαι να γίνει υποτονική ο χαρισματικός χαρακτήρας τουμ’ άλλα λόγια δεν επισημαίνεται αρκετά ότι το Ιερατείο είναι ένα διακόνημα δοσμένο από το Άγιο Πνεύμα για την οικοδόμηση της Εκκλησίας.

Στη συνέχεια αυτή η τάση γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής στην Ανατολή και στη Δύση. Πράγματι ήδη από τις αρχές του Γ’ αιώνα το Ιερατείο συνδέεται όλο και περισσότερο με την Αγία Ευχαριστία, στην οποία υπογραμμίζεται η θυσιαστική της διάσταση (Η Ευχαριστία ως θυσία). Η λέξη «Sacerdos», «ιερέας», μέχρι τον έκτο αιώνα είναι συνώνυμη με «επίσκοπος», μόνο στον ένατο αιώνα θα ταυτιστεί με τον πρεσβύτερο.

Οι λειτουργικές μαρτυρίες από το Γ’ μέχρι τον ΣΤ’ αιώνα.

Το σημείο αναφοράς, σ’ αυτή την εποχή, για ν’ αντλήσουμε το θεολογικό περιεχόμενο του Ιερατείου, είναι τα λειτουργικά κείμενα που αφορούν τη χειροτονία: κυρίως η «TraditioApostolica» του Ιππολύτου για τη την Ανατολή και τη Δύση και το «Ευχολόγιο» του Σεραπίωνος για την Ανατολή. Απ’ αυτά οι θεολόγοι συμπεραίνουν τ’ ακόλουθα:Η αποστολή και η εξουσίατου Ιερατείου είναι στενά συνδεδεμένα με τη χειροτονία, μέσω της οποίας χορηγείται η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο χειροτονημένος λαμβάνει ένα αξίωμα που τον καθιστά ποιμένα και οδηγό του Λαού. Ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, καθιερωμένοι με την επίθεση των χεριών και την επίκληση, αποτελούν την ιεραρχική δομή της τοπικής Εκκλησίας. Η χάρη του Θεού δημιουργεί την ιερατική τελείωση, αλλά ο ορισμός του χειροτονημένου γίνεται μέσω του Λαού (βλ. Traditio, αρ. 2 και 8). Ο επίσκοπος είναι ο αρχιερέας της Νέας Διαθήκης και διάδοχος των Αποστόλων και για το «Ευχολόγιο», διάδοχος των προφητών και των πατριαρχών. Εκλέγεται από το Λαό και χειροτονείται από έναν άλλον επίσκοπο για να του χορηγηθεί το «πνεύμαν ἡγεμονικὸν», που έδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους (βλ. Traditio, αρ. 3), το οποίο τον καθιστά ποιμένα και διδάσκαλο της κοινότητας.

Οι πρεσβύτεροι αποτελούν τη δεύτερη «τάξη» (Ordo) του Ιερατείου συμμετέχοντας στην πληρότητα του Ιερατείου του επισκόπου, ενώ οι διάκονοι αποτελούν τους άμεσους συνεργάτες των πρεσβυτέρων, αλλά και των επισκόπων. Ο πρεσβύτερος και ο διάκονος χειροτονούνται από τον επίσκοπο, όταν υπάρχει ανάγκη όμως μπορούν να χειροτονηθούν και από έναν άλλον πρεσβύτερο (ContingentibusetiamPraesbyteris, βλ. Traditio, αρ. 7). Αργότερα θα υπερισχύσει η πεποίθηση πως μόνο ο επίσκοπος είναι αυτός που μπορεί να μεταδώσει το ιερατικό λειτούργημα.

Το διακόνημα του Ιερατείου θεωρείται ένα χάρισμα που μεταδίδεται με λειτουργική πράξη, για να παραμένει η Εκκλησία ενωμένη σ’ ένα ενιαίο, ζωντανό, αρθρωτό σώμα, υπό την καθοδήγηση του επισκόπου, που είναι «PastoretRector» (ποιμένας και καθοδηγητής). Πρόκειται, λοιπόν, όχι για ένα ατομικό χάρισμα, αλλά για ένα διαρκές, εκκλησιολογικό χάρισμα προορισμένο για την ανοικοδόμηση της κοινότητας. Πρόκειται για μία θεία χάρη που δίνεται ώστε ο χειροτονημένος να μπορέσει να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Δεν συνίσταται λοιπόν, αυτή η ιερατική χάρη, σε μία «εξουσία» που χορηγείται στον ιερέα για προσωπική «χρίση», ένας πιστός χειροτονείται για μία τοπική εκκλησία και επομένως μόνο μέσα σ’ αυτήν μπορεί να βρει τη σημασία του το ιερατικό χάρισμα. Η τοπική εκκλησία του δίνει τον «τίτλο» για να χειροτονηθεί. Μόνο πολύ αργά, κατά το δωδέκατο αιώνα, ο «τίτλος» γίνεται ένα «πράγμα», δηλαδή ένα εισόδημα, που επιτρέπει σε κάποιον να χειροτονηθεί ανεξάρτητα από την κοινότητα.

Προοδευτική «κληρικοποίηση» του Ιερατείου.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, θέλοντας ν’ ανυψώσουν το Ιερατείο στην εκτίμηση των πιστών, μεταχειρίζονται μια κολακευτική γλώσσα όπως π.χ. ο ιερέας «μετουσιώνεται», όπως συμβαίνει με το ψωμί στην Αγία Ευχαριστία (Γρηγόριος ο Νύσσης). Αυτό όμως, σιγά σιγά, συμβάλλει στο να δημιουργηθεί μία προνομιούχος ιερατική τάξη, σε βάρος του ιερατικού λαού του Θεού. Ήδη ο Άγιος Αθανάσιος βλέπει στον ιερέα, που προΐσταται στην Αγία Ευχαριστία, μία «εξουσία». Αυτό θα αναπτυχθεί κυρίως στη Δύση. Εδώ η εξουσία θα ταυτιστεί τόσο με το Ιερατείο και προπάντων με την πιο ψηλή του έκφραση, τον Πάπα, ώστε να υπάρχει η πεποίθηση ότι ακόμη και η κοσμική εξουσία προέρχεται από το Ιερατείο. Αυτό αργότερα θα προκαλέσει τη δραματική διαμάχη για την «περιβολή» («Investitura») ανάμεσα στον Πάπα και τον Αυτοκράτορα.

Η ιστορική ευκαιρία για ένα τέτοιο γλίστρημα δίνεται από τα προνόμια που δίνει ο Κωνσταντίνος στην Εκκλησία. Στους επισκόπους δίνονται πολιτικά προνόμια, παρομοιάζονται με τους συγκλητικούς, όσον αφορά τους τίτλους και τα διακριτικά (ωμοφόριο-Pallio-πετραχήλι). Οι δικαστικές τους αποφάσεις (AudentiaEpiscopalis) έχουν και αστικά αποτελέσματα. Όλα αυτά συμβάλλουν στο να γίνει η Εκκλησία μια δύναμη δημόσια οργανωμένη και ο κλήρος ν’ αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του λαού, να γίνει μία περιορισμένη τάξη και έτσι το ιερατικό διακόνημα να θεωρηθεί ως «προνόμιο», που ανυψώνει και ως κοινωνική κατάσταση ζωής που επιφέρει οφέλη. Κατά τα τέλη του Δ’ αιώνα η χειροτονίες θεωρούνται ως σκαλοπάτια για μία «εκκλησιαστική καριέρα» (CursusHonoris) μέχρι τον πιο ψηλό βαθμό, τον επισκοπικό. Μέσα σ’ αυτήν την «κληρική κατάσταση» («StatusClericalis») εισάγεται κανείς από τον Δ’ αιώνα με τη συμβολικό-νομική χειρονομία, την «κιέρικα» (κουρά) (Tonsura).

Στο φράγκο-γερμανικό περιβάλλον, με τη δική του λειτουργική ανάπτυξη, υπογραμμίζεται ητελετουργική(τυπική) και νομικίστικη πλευρά του ιερέα, με αποτέλεσμα να «παλαιοδιαθηκοποιηθεί» η εικόνα του. Τα υποδείγματα τα οποία πρέπει να εμπνέουν τον ιερέα είναι ο Αβραάμ και ο Ααρών. Οι νομικοί κανόνες και το ιδανικό του «ιερού», με την έννοια της Παλαιάς Διαθήκης, υπερτονίζονται στα χριστιανικά διακονήματα, με συνέπεια να παραμείνει στο περιθώριο η προφητική υπόσταση του ιερέα και υπερτονισθεί η τυπική-τελετουργική πλευρά του Ιερατείου. Ο λαός μένει σχεδόν αμέτοχος στη χειροτονία των πρεσβυτέρων και επισκόπων. Το φράγκο-γερμανικό τελετουργικό της χειροτονίας εισάγεται στη Ρώμη και αντικαθιστά το ρωμαϊκό λιτό τυπικό με μία σειρά από συμβολικές πράξεις: Ιερά επάλειψη των χεριών, παράδοση των λειτουργικών άμφιων και σκευών… Η εξουσία συμβολίζεται από τα ιερά άμφια, με τα οποία ντύνεται ο νεοχειροτονιμένος. Φεουδαρχικές συνήθειες που κάνουν τον επίσκοπο εκκλησιαστικό πρίγκιπα, δίνουν την ευκαιρία να δημιουργηθούν τα τελετουργικά τυπικά, όπως η ενθρόνιση, η μήτρα και τα γάντια, με τα οποία θέλουν να μιμηθούν τη στέψη των βασιλιάδων και των αυτοκρατόρων. Η χειρονομία με την οποία υπόσχονται, οι ιερείς υποταγή στον επίσκοπο είναι παρμένη από το φεουδαρχικό σύστημα μέσα στο οποίο ο πιο μικρός πρίγκιπας υπόσχεται υποταγή στον πιο ψηλά ιστάμενο.

Η προσχολαστική θεολογία συνδέει, σχεδόν αποκλειστικά, το Ιερατείο με την Ευχαριστία και έτσι περιορίζεται η εικόνα του ιερέα ως ποιμένα και ως κήρυκα του λόγου. Έτσι η διακονία, με την οποία ο ιερέας προΐσταται ως ποιμένας, μέσα στην χριστιανική κοινότητα, περιορίζεται στην εξουσία να καθαγιάζει τον άρτο και τον οίνο. Υπήρχε έτσι ο κίνδυνος, κάθε άλλο παρά υποθετικός, να θεωρηθεί ο ιερέας, αποκλειστικά, ως ο άνθρωπος του βήματος και του «ιερού».

Η σχολαστική θεολογία φέρνει μια συστηματοποίηση στη θεολογία, αλλά, επειδή η εκκλησιολογία είναι ακόμη αρκετά φτωχή, θα υπογραμμιστεί λίγο η προφητική και ποιμαντική πλευρά του Ιερατείου. Μια θεολογική θεωρία θα γενικευτεί σχεδόν την εποχή εκείνη, ότι δηλαδή μόνο η χειροτονία του ιερέα αποτελεί πραγματικό ιερό Μυστήριο και όχι επίσης αυτή του επισκόπου. Θα υπάρξει η άποψη ότι, μυστηριακά, ο ιερέας και ο επίσκοπος είναι το ίδιο πράγμα, ο επίσκοπος διαφέρει μόνο στην «ποσότητα» της εξουσίας.

Βέβαια υπάρχουν, κυρίως στον Άγιο Θωμά, σαφείς νύξεις γύρω από τη διακονία του ιερέα, να κηρύττει, να συγχωρεί της αμαρτίες, να ποιμαίνει το Λαό του Θεού. Όλα αυτά όμως χρειάζονταν περαιτέρω εμβάθυνση για να επηρεάσουν και βίωμα των ιερέων.

Με ιδιαίτερη έμφαση υπογραμμίζεται η σφραγίδαπου με την χειροτονία χαράζεται στον ιερέα. Ο Άγιος Θωμάς την εντοπίζει σε μία εσωτερική πνευματική διαμόρφωση του ιερέα, με την οποία γίνεται ικανός να διαχειρίζεται τα ιερά πράγματα. (Deputatioadcultum). Αυτό όμως έδωσε αφορμή να γίνει πιο ισχυρή η πεποίθηση ότι υπάρχει μία κοινωνιολογική διαφορά μεταξύ κλήρου και λαού. Ώθησε επίσης στη συνήθεια να τελούνται λειτουργίες με μόνο τον ιερέα, χωρίς το λαό. Έτσι ο ιερέας γίνεται ένας άνθρωπος προικισμένος με μία προσωπική ιερά εξουσία, με την οποία μπορεί να προσφέρει την ευχαριστιακή θυσία σαν αυτή η «εξουσία» να ήταν αποκομμένη από λαό του Θεού, από το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος και κυρίως από την προσωπική αγιότητα του ιερέα.

 

Προς μία σύγχρονη θεολογική σύνθεση

Προετοιμασία της Β’ Συνόδου του Βατικανού

Μεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων βλέπουμε, στην Καθολική Εκκλησία, μία χωρίς προηγούμενο θεολογική προσπάθεια ανανέωσης, βασισμένη πάνω στη βιβλική και πατερική παράδοση.

Η εκκλησιολογική αναζωογόνηση τοποθετεί το Ιερατείο μέσα στα πλαίσια του Λαού του Θεού, με τα διάφορα χαρίσματα του και την κοινή αποστολή όλης της Εκκλησίας.

Το λειτουργικό κίνημα ανακαλύπτει και πάλι το κοινό Ιερατείο όλων των βαφτισμένων, την μυστηριακή προέλευση και την συλλογικότητα των επισκόπων. Η επιρροή της ορθόδοξηςθεολογίας βοήθησε να βρεθεί μία ισορροπία μεταξύ της καθολικότητας της Εκκλησίας και τηςτοπικής εκκλησίας. Οι οικουμενικές επαφές με τους διαμαρτυρόμενους είχαν ως αποτέλεσμα να γίνει η καθολική θεολογία πιο ευαίσθητη στην πνευματολογική διάσταση και στη εσχατολογική ένταση της Εκκλησίας. Το ιεραποστολικόκίνημα προκαλεί τη συνειδητοποίηση της συνυπευθυνότητας στην Εκκλησία, κυρίως όσον αφορά τους επισκόπους (συλλογικότητα, συνοδικότητα).

Πριν από την Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, το πιο επίσημο, σπουδαίο, ντοκουμέντο, γύρω από το Ιερατείο, είναι το «Αποστολικό Διάταγμα» (ConstitutioApostolica) του Πάπα Πίου ΙΒ’ «SacramentumOrdinis» της 30ης Νοεμβρίου 1947.

Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού

To σπουδαίο ντοκουμέντο «Περί Εκκλησίας», LumenGentium, και αυτό που αφορά ειδικά τους ιερείς, PresbyterorumOrdinis, περιέχουν τα κυριότερα στοιχεία της συνοδικής διδασκαλίας γύρω από τα εκκλησιαστικά διακονήματα.

Δύο είναι οι αρχές που εμπνέουν αυτή τη διδασκαλία:

Χριστολογική αρχή. Το Ιερατείο αποτελεί ένα ιερό σημείο της παρουσίας του Χριστού μέσα στη Εκκλησία και στον κόσμο, σχεδόν μια «ορατοποίηση», μία «διαφάνεια» του Χριστού αρχιερέα, Κεφαλής, Διδασκάλου και Ποιμένα2.

Εκκλησιολογική αρχή.Τα διακονήματα τοποθετούνται μέσα σε μία ιερατική κοινότητα. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε χριστιανού είναι:

  1. Να κάμει όλη τη ζωή του μία Θυσία ευπρόσδεκτη στο Θεό, με την πίστη, ελπίδα και αγάπη (ιερατική διάσταση της χριστιανικής ζωής).
  2. Να είναι προφητικά στρατευμένος για να ζήσει προσωπικά και κοινωνικά το ευαγγελικό μήνυμα (προφητική διάσταση).
  3. Το βασιλικό λειτούργημα, να συμβάλλει, με τη δύναμη της αγάπης, ώστε να υποχωρήσουν όλο και περισσότερο οι αποσυνθετικές δυνάμεις της αμαρτίας και του θανάτου (βασιλική διάσταση).

Όλα αυτά, που χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, βρίσκουν στα ιδικά εκκλησιαστικά διακονήματατην ύψιστη πραγματοποίησή τους3.

Από αυτές τις αρχές βγαίνει, ως πρώτο συμπέρασμα, ότι τα εκκλησιαστικά διακονήματα δεν είναι απόλυτα και ανεξάρτητα, αλλά «σχετικά». Πρέπει, δηλαδή, να τα αντιληφθούμε εν σχέσει με το Ιερατείο του Χριστού και με το κοινό Ιερατείο των βαφτισμένων μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Μ’ αυτήν την προοπτική η «εξουσία» που χορηγεί ο Χριστός και είναι συνδεδεμένη με το Ιερατείο δεν μπορεί να είναι παρά διακονία δια τους πιστούςκαι κοινωνία με τους πιστούς. Έτσι η «ιερά εξουσία» αποκτάει και πάλι την πρωταρχική της έννοια που συνίσταται στο να βοηθά τους αδελφούς ν’ αυξήσουν τα χαρίσματα που χορηγεί το Πνεύμα το Άγιο4.

Η αφετηρία των εκκλησιαστικών διακονημάτων αποτελείται από τη χειροτονία5.Ο χειροτονημένος με το δώρο μιας ιδιαίτερης και μόνιμης χάρης, συμμετέχει σ’ ολόκληρη τη σωστική δράση του Χριστού. Η χάρη της χειροτονίας δεν περιορίζεται μόνο στην Ευχαριστία, πρόκειται για ένα χάρισμα, μέσο του οποίου, καθοδήγηση, καθαγίαση και αποστολήείναι στενά συνδεδεμένα και αλληλοεξαρτόμενα. Χειροτονείται κανείςόχι απλώς να είναι κάτι (οντολογική διάσταση), αλλά και να κάνει κάτι, να «διακονεί» (δυναμική διάσταση). Η χειροτονία καθιστά τον άνθρωπο ικανό για όλο το φάσμα τηςαποστολής και του ευαγγελισμού,για το κήρυγμα του Λόγου, από τον οποίο προέρχεται η πίστη και η μετάνοια, για την καθοδήγηση της κοινότητας, τη μαρτυρία της αγάπης και της αγαθοεργίας, τη χορήγηση των Μυστηρίων, με αποκορύφωμα την Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι στο κέντρο της αποστολής του πρεσβύτερου6. Αυτό όμως έχει σημασία μόνο αν η Ευχαριστία εκφράζει όχι μόνο τη θυσία του Χριστού, αλλά και λειτουργικό αποκορύφωμα της πνευματικής θυσίας ολόκληρης της ζωής του χριστιανού7.

Ένα άλλο σπουδαίο σημείο, που η Σύνοδος ξαναφέρνει στην επιφάνεια, είναι η «κοινωνικότητα», ή «συλλογικότητα» του Ιερατείου, κυρίως των επισκόπων. Η χειροτονία εισάγει τον επίσκοπο σ’ ένα «OrdoEpiscoporum»8, δηλαδή σ’ ένα συλλογικό σώμα που έχει ως σκοπό μια αποστολή που δεν περιορίζεται μόνο στην τοπική εκκλησία, αλλά, μαζί με το υπόλοιπο σώμα των επισκόπων, ανοίγεται στην μέριμνα της καθ’ όλου Εκκλησίας. Όσον αφορά τους ιερείς η Σύνοδος επιμένει για συλλογική αποστολή του Ιερατείου ενωμένου με τον επίσκοπο.

Το Μυστήριο του Ιερατείου είναι ένα, αλλά τρεις είναι οι βαθμοί στους οποίους κανείς συμμετέχει. Το αποκορύφωμα είναι το επισκοπικό διακόνημα9. Το πρεσβυτερικό και το διακονικό διακόνημααποτελούν μια συμμετοχή, με διαφορετικό βαθμό, στο μοναδικό ιερό Μυστήριο του Ιερατείου που είναι το μοναδικό ιερατείο του Χριστού10.

Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού χρησιμοποιεί πιο βιβλική ορολογία. Ενώ η Σύνοδος της Τριδέντου μεταχειρίστηκε τη λέξη «Sacerdos» για τις τρεις βαθμίδες του Ιερατείου, η τελευταία Σύνοδος με τη λέξη αυτή αναφέρεται σ’ όλο το Λαό του Θεού ενώ διακρίνει δια τα ειδικά εκκλησιαστικά διακονήματα μεταχειρίζεται την ακόλουθη ορολογία: «επισκόπους», «πρεσβυτέρους», «διάκους», που μαζί αποτελούν τα «εκκλησιαστικά διακονήματα».

Αυτά είναι τα θετικά στοιχεία που έφερε η Σύνοδος. Όμως για ορισμένα σημεία μερικοί θεολόγοι θα επιθυμούσαν μια περαιτέρω διευκρίνιση. Έτσι, λ.χ. δεν διευκρινίζεται καλά η σημασία του Ιερατείου του Χριστού, επίσης η Σύνοδος δίνει την εντύπωση ότι υποστηρίζει ένα είδος «επισκοποκεντρισμού», με το να καταστήσει το Ιερατείο του Πρεσβυτέρου απλή συμμετοχή στο Ιερατείο του Επισκόπου σαν να ήταν ο ιερέας ένα απλό όργανο του Επισκόπου11.

Σύνθεση

Απ’ ότι αναφέραμε ως τώρα είμαστε σε θέση να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα.

Πρώτ’ απ’ όλα το Ιερατείο είναι μίαεμπειρία ζωήςόπως για τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό σημαίνει ότι, ιερέας υπαρξιακά, γίνεται κανείς με μία ζωή δοσμένη συνεχώς στους άλλους. Δεν είναι κανείς ιερέας μερικές στιγμές, μερικές ώρες της ημέρας, σε μερικούς τόπους, όπως στην Εκκλησία, αλλά παντού και πάντοτε. Ο Ιησούς είναι ιερέας ακριβώς γιατί δίνεται στον Πατέρα και στους ανθρώπους και μόνο στο τέλος μίας ζωής, που έζησε με ριζικό δόσιμο, είχε σημασία η ευχαριστιακή πράξη που τέλεσε «πριν το πάθος του». Ο Ιησούς δίνεται στους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα, αντιπροσωπεύοντας όλους αυτούς, προσφέρεται στον Πατέρα. Η ύπαρξή του ολόκληρη είναι στην ουσία της, ιερατική. Έτσι γίνεται ο αρχηγός μίας ιερατικής κοινότητας, της Εκκλησίας, που αποτελεί το νέο σώμα του Χριστού και την επέκταση του στο χρόνο – χώρο. Η Εκκλησία, λοιπόν, επειδή εξακολουθεί το έργο του Χριστού, επεκτείνει την ιερατική ύπαρξη του ως προσφορά στο Θεό και στ’ αδέλφια. Η χριστιανική κοινότητα λοιπόν, είναι στην ουσία της και διαρκώς ιερατική κοινότητα και όχι μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές της ημέρας ή σε συγκεκριμένες πράξεις.

Η ιερατική εκκλησιαστική ύπαρξη της κοινότητας εκφράζεται και με σημεία. Η Εκκλησία έχει, ανάγκη από αισθητά σημεία για να μπορέσει ν’ αντιληφθεί πότε πραγματοποιούνται, για μας σήμερα, οι πράξεις και τα λόγια του Χριστού.

Αυτές όμως οι τελετουργικές πράξεις έχουν σημασία όχι μόνο όταν εκφράζουν αυτό που έκαμε ο Χριστός, για τη χριστιανική κοινότητα, αλλά κι’ αυτό που κάνει η κοινότητα για το Χριστό. Στη τελετουργική πράξη πρέπει να συναντιούνται, αυτό που ο Θεός δίνει σε μας εν Χριστώ κι’ αυτό που εμείς δίνουμε στο Θεό μέσο του Χριστού. Όλη η Εκκλησία είναι υπεύθυνη γι’ αυτά τα σημεία μέσο των οποίων εκφράζεται η ιερατική της ύπαρξη.

Στην Εκκλησία όμως υπάρχουν μερικοί που έχουν μία ιδιαίτερη υπευθυνότητα, για να διατηρηθεί η ενότητα του σώματος. Κάθε χριστιανός είναι «alterChristus» (ένας άλλος Χριστός), η ιερατική χειροτονία ωστόσο, χορηγώντας, σ’ έναν άνθρωπο το χάρισμα να προΐσταται στην εκκλησιαστική σύναξη, του μεταδίδει επίσης το χάρισμα να γίνεται σημείο της παρουσίας του Χριστού ποιμένα μεταξύ της χριστιανικής κοινότητας. Ο ιερέας δεν είναι αντικαταστάτης του Χριστού, αλλάαποτελεσματικό σημείο (μέσα στα μυστηριακά πλαίσια της Εκκλησίας) του Χριστού προφήτη, ποιμένα και ιερέα.

Μέσα στη χριστιανική κοινότητα, ο ιερέας, και κυρίως ο επίσκοπος, αποτελεί:

  • σημείο ενότητας της Εκκλησίας, του παρόντος με το παρελθόν και το μέλλον (εκφραστής της ζωντανής διδασκαλίας των Αποστόλων, της «παράδοσης»),
  • σημείο ενότητας της τοπικής Εκκλησίας με όλες της υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες (εκφραστής της καθολικότητας της Εκκλησίας).
  • σημείο του πληρώματος της Εκκλησίας, γιατί ενεργοποιεί της διάφορες παρουσίες του Κυρίου μέσα στην κοινότητα (ιερά μυστήρια, Λόγος του Θεού…), διεγείροντας, αξιοποιώντας και συμβιβάζοντας όλα τα χαρίσματα του Λαού του Θεού, αναπτύσσοντας έτσι την αποστολική δυναμικότητα του.

Το ιερατικό διακόνημα οφείλει την ύπαρξη του στην επέμβαση του Χριστού και της κοινότητας μέσω του μυστηρίου του Ιερατείου. Η ταυτόχρονη επέμβαση του Χριστού και της κοινότητας είναι αναγκαία, γιατί ο επίσκοπος και ο ιερέας πρέπει ν’ αποτελούν το σημείο ενότητας του Χριστού Κεφαλής του Καλού Ποιμένα, με την κοινότητα που είναι το Σώμα του Χριστού, και αυτής με το Χριστό Κεφαλή. Κατά κάποιο τρόπο ο ιερέας αποτελεί το μυστηριακό σημείο της γαμήλιας ένωσης του Χριστού με την κοινότητα και εκείνης με το Χριστό. Γι’ αυτό στο μυστήριο της ιεροσύνης ουσιαστική είναι η επέμβαση του Χριστού μέσω της επίκλησης του Παναγίου Πνεύματος και της επίθεσης των χεριών. Αλλά είναι επίσης ουσιαστική η οργανική και υπαρξιακή ενότητα του χειροτονημένου με την κοινότητα για την οποία προορίζεται.

Η κλήση εκ μέρους του Χριστού και το επίσημο κάλεσμα εκ μέρους της Εκκλησίας, δίνουν στο χειροτονημένο ένα διαρκές χάρισμα που καθαγιάζει βαθιά την προσωπικότητα του ιερέα. Ο Θεός είναι πιστός και δεν ξαναπαίρνει τα δώρα του πίσω. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι δυνατό να δεχτούμε τη χειροτονία «adtempus» (μόνο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα). Εν τούτοις η χειροτονία δεν εγγυάται στον ιερέα τη ψυχολογική σταθερότητα και ούτε τη σταθερή αποδοχή του εκ μέρους της κοινότητας. Στην πράξη υπάρχουν εντάσεις και προβλήματα που η Εκκλησία καλείται να λύσει με σύνεση και ευσπλαχνική αγάπη, σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού.

+ Ιωάννης Σπιτέρης

Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας


1 Βλ. Αγ. Αυγουστίνος,EnnarInPsalm. 47,14 και DeBat. 7,84-85.

2 Βλ. LumenGentium, 21-27-28 και PresbyterorumOrdinis, 2-3,5-6.

3 Βλ. Lumen Gentium, 18 και 30 και κυρίως όλο το 11 κεφάλαιο.

4Βλ. PresbyterorumOrdinis, 2 και 9, PresbyterorumOrdinis, 2

5 Βλ. LumenGentium, 21 και 28, .

6ΒλLumen Gentium, 17,28, Sacrosantum Concilium, 19, Ad Gentes, 39, Presbyterum Ordinis, 2-6.

7 Βλ. Presbyterorum Ordinis, 2: «Και με τη διακονία των Ιερέων ολοκληρώνεται η πνευματική θυσία των πιστών, ενωμένη με τη θυσία του Χριστού, μοναδικού Μεσίτη, η οποία προσφέρεται αναίμακτα και μυστηριακά στη Θεία Ευχαριστία, από τα ιερατικά χέρια, στο όνομα όλης της Εκκλησιάς, μέχρις ότου έλθει ο ίδιος ο Κύριος. Προς αυτήν κατευθύνεται κι εκεί ολοκληρώνεται η διακονία των Ιερέων. Αρχίζοντας από το ευαγγελικό κήρυγμα, η διακονία αυτή αντλεί τη δύναμή της και την αποτελεσματικότητα της από τη Θυσία του Χριστού».

8ΒλLumen Gentium, 22.

9ΒλLumen Gentium, 21.

10 Lumen Gentium, 28: «Ο Χριστός αγιασμένος και σταλμένος στον κόσμο από τον Πατέρα (βλ. Ιω. 10, 36), δια μέσου των Αποστόλων, έκανε τους διαδόχους τους, δηλαδή τους Επισκόπους, συμμέτοχους στην ιεροσύνη του και στην αποστολή του. Αυτοί πάλι μετέδωσαν κανονικά το αξίωμα της διακονίας τους σε διάφορους βαθμούς και σε διάφορους φορείς μέσα στην Εκκλησία. Έτσι η εκκλησιαστική διακονία που θεσπίστηκε από το Θεό, εξασκείται σε διάφορες τάξεις απ’ εκείνους που από τους αρχαίους χρόνους ονομάζονται Επίσκοποι».

11 Βλ. Βλ. π.χ. PresbyterorumOrdinis, 5.

Related Articles

Κλήση: Αναγκαιότητα ή απαίτηση;

Από μια Διάλεξη του Καπουκίνου Πατρός Alessandro Carollo Στους εν Ελλάδι συναδέλφους Άγιοι Ανάργυροι Αττικής, 18 Φεβρουαρίου 2009 Μετάφραση από τα Ιταλικά: Πέτρου Ανδριώτη Λουτράκι 16-3-2009

Πιστεύω, δώρο Θεού, απόφαση ανθρώπου

Το 2013 στην Παναγία των Παρισίων, αφιέρωσαν τις διαλέξεις της Τεσσαρακοστής στην χριστιανική πίστη στο πλαίσιο του Έτους της πίστης. Ακολουθεί η Ομιλία του Mgr Bruno Lefevre Pontalis, Γενικού Βικάριου της Αρχιεπισκοπής Παρισιού, με θέμα “Πιστεύω. […]

«Ο Θεός είναι αγάπη», του fr.Raniero Cantalamessa OFMCap

του π.Raniero Cantalamessa OFMCap Η πρώτη και βασικότερη αγγελία που η Εκκλησία είναι επιφορτισμένη να μεταδώσει στον κόσμο και την οποία ο κόσμος αναμένει από την Εκκλησία, είναι αυτή της αγάπης του Θεού. Αλλά για […]