Πρόσφατα

Πιστεύω, δώρο Θεού, απόφαση ανθρώπου

Το 2013 στην Παναγία των Παρισίων, αφιέρωσαν τις διαλέξεις της Τεσσαρακοστής στην χριστιανική πίστη στο πλαίσιο του Έτους της πίστης.

Ακολουθεί η Ομιλία του Mgr Bruno Lefevre Pontalis, Γενικού Βικάριου της Αρχιεπισκοπής Παρισιού, με θέμα “Πιστεύω. Δώρο Θεού, απόφαση ανθρώπου”.

Εκλαμπρότατε Καρδινάλιε, αδελφοί και αδελφές,

Κατ΄αυτό το έτος, μας έχει προσφερθεί ένα ωραίο δώρο, από αυτόν που υπήρξε ο Πάπας μας επί οκτώ έτη, όχι μόνο για να εμβαθύνουμε την Πίστη μας, αλλά να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που σημαίνει μια πορεία πίστεως και ποιοι μπορεί να είναι οι σταθμοί και οι συνέπειές της. Κατά την πρώτη αυτή διάλεξη της Τεσσαρακοστής, η γενναία, ελεύθερη, ταπεινή και θαρραλέα απόφαση, που ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος 16ος πήρε, μέσα σε πνεύμα πίστεως, είναι ασφαλώς έντονα παρούσα στο νου και την καρδιά μας. Χωρίς αμφιβολία, κατά τις εβδομάδες αυτές, η απόφαση αυτή θα φωτίσει το στοχασμό μας, θα δώσει τροφή στην προσευχή μας και θα μας βοηθήσει, ίσως, να αφήσουμε να αναβλύσει ή να αναζωογονηθεί η πίστη μας.

Κατά τις τελευταίες ΠΗΝ, στη Μαδρίτη, ένας νεαρός από την ομάδα που συνόδευα, ήρθε να με βρει, αργά το βράδυ, όπως ξέρουν να κάνουν οι νέοι, για να μου εμπιστευτεί: «Πατέρα, θα ήθελα πολύ να πιστέψω. Τί να κάνω;»

«Να έχω ή να μην έχω την Πίστη»…το ζήτημα τούτο διατρέχει την ιστορία των ανθρώπων και εξακολουθεί να τίθεται σήμερα, ως μια επίπληξη ή ως μια δικαιολογία. Γιατί αυτός ή αυτή, μπορούν να βεβαιώσουν: «Έχω την Πίστη. Πιστεύω»; Είναι μήπως οι προνομιούχοι του Θεού; Γιατί, αντίθετα, κάποιος άλλος θα πει: «Δεν έχω την Πίστη, ή θα ήθελα να πιστέψω αλλά δεν τα καταφέρνω, δεν αισθάνομαι τίποτε ή ακόμη «έχω χάσει την Πίστη»; Είναι, μήπως, οι εγκαταλειμμένοι του Θεού; Πολλοί από τους συγχρόνους μας, ίσως και εμείς οι ίδιοι, θέτουμε αυτά τα ερωτήματα. Έτσι η Πίστη μήπως είναι μάλλον, ένα δώρο, ένα έργο του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου; Ή, αντίθετα, είναι μια απόφαση του ανθρώπου, που δεσμεύεται ελεύθερα; Εξάλλου οι δυο αυτές προτάσεις είναι βέβαιο ότι δεν είναι αντιφατικές;

Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού, στη δογματική Διάταξη Dei Verbum (Λόγος του Θεού), περιγράφει την Πίστη, βεβαιώνοντας: Δια της Πίστεως, «ολόκληρος ο άνθρωπος εγκαταλείπεται ελεύθερα στο Θεό, αφιερώνοντας σ΄Αυτόν την πλήρη αφοσίωση της διάνοιάς του και της θέλησής του και παραδεχόμενος θεληματικά την Αποκάλυψη που του προσφέρει» (αρ. 5). Η διακήρυξη αυτή αναδεικνύει άμεσα, ότι, καταρχάς, η Πίστη είναι η απάντηση του ανθρώπου στην αποκάλυψη που ο Θεός κάνει του εαυτού του. Ασφαλώς δεν είναι ένα αίσθημα ακαθόριστο και χωρίς περιεχόμενο. Το περιεχόμενό της δεν είναι άλλο παρά ο ίδιος ο Θεός, όπως αποκαλύφτηκε μέσα στην ιστορία. Η δια της πίστεως απάντηση δεν είναι δυνατή, λοιπόν, παρά μόνο αν ο Θεός μιλήσει πρώτος και κάνει να λάμψει πάνω στον άνθρωπο το φως της αλήθειάς του, το οποίο, καθώς λέει ο Άγιος Παύλος, «ανοίγει τα μάτια της καρδιάς!» Δεν είναι πριν απόλα λόγοι εξωτερικοί, ούτε μια ατομική διαίσθηση, αλλά ο Θεός ο ίδιος θα πρέπει να πείσει τον άνθρωπο και του φανερώσει την Αλήθεια. Αν η Πίστη είναι χάρη του Θεού, τι σημαίνει αυτό και με ποιο τρόπο είναι χάρη; Τα ερωτήματα αυτά θα αποτελέσουν το αντικείμενο που θα αναπτύξουμε στο πρώτο μέρος της ομιλίας μας. Αλλά από την άλλη πλευρά, από τη διακήρυξη της Συνόδου προκύπτει ότι, ταυτόχρονα, η λογική, τα συναισθήματα, και η θέληση, δηλαδή ολόκληρος ο άνθρωπος, ενώνονται για να δεχτούν αυτό το δώρο του Θεού και για να μην παύσουν να δίνουν την απάντησή τους. Η Πίστη, φαίνεται σαφώς, ότι είναι επίσης μια πράξη ελεύθερη και υπεύθυνη του ανθρώπου. Αλλά, και αυτό ακόμη τι σημαίνει; Ο δε άνθρωπος έχει την ικανότητα να πιστέψει; Με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος της ομιλίας μας. Τέλος, αν η Πίστη φαίνεται ότι είναι, ταυτόχρονα, μια πράξη του Θεού και μια απόφαση του ανθρώπου, μέσα σ΄αυτή την Πίστη, πραγματοποιείται, εδώ και τώρα, η ιστορία του Θεού με τον καθένα και την καθεμιά από εμάς. Έτσι η Πίστη, εφόσον είναι συνάντηση, κοινωνία, και αμοιβαία φιλία με το Θεό και τους συνανθρώπους, για να παραμείνει μια Πίστη αληθινά ζωντανή, δεν θα πρέπει να είναι επίσης πορεία καθημερινής μεταστροφής για τον καθένα; Το σημείο αυτό θα το προσεγγίσουμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ομιλίας μας.

 

Πώς μπορούμε, καταρχάς, να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε ότι η Πίστη είναι δώρο του Θεού;

Στον τομέα των ανθρωπίνων σχέσεων, ξέρουμε ότι τα μύχια βάθη ενός προσώπου παραμένουν σ΄εμάς, κατά ένα μεγάλο μέρος, κρυμμένα. Τα αισθήματα του άλλου απέναντί μας, για να μας γίνουν γνωστά, πρέπει να μας αποκαλυφθούν. Και όχι μόνο από αυτά που ο άλλος μας λέει, αλλά ακόμη περισσότερο από αυτά που αυτός πράττει. Όταν ένα πρόσωπο μας λέει «σε αγαπώ», δεν μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι τα λόγια αυτά είναι ειλικρινή και αληθινά παρά μόνο από τις πράξεις καλοσύνης και αγάπης που το πρόσωπο αυτό κάνει για μας. Αν αυτό αληθεύει στις ανθρώπινες σχέσεις, τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο στη σχέση μας με το Θεό. Όλη η διαδρομή της Βιβλικής αποκάλυψης μας δείχνει ένα Θεό που έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο. ΄Ετσι, πρώτος ο Θεός παίρνει την πρωτοβουλία να αποκαλύψει τον εαυτό του, πρώτος ο Θεός κάνει το πρώτο βήμα της συνάντησης και της Διαθήκης, πρώτος Εκείνος τολμά να μας εμπιστευτεί. Μέσα στην αναζήτηση νοήματος και αλήθειας, ο άνθρωπος λοιπόν, δεν βαδίζει στο κενό. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι ο Αιώνιος έρχεται ελεύθερα προς συνάντησή μας.

Επηρεασμένοι από τη φιλοσοφία, έχουμε συχνά την εικόνα ενός απαθούς και μακρινού Θεού. Ενώ, αντίθετα, όλη η Γραφή μας αποκαλύπτει ότι ο Θεός δεν κάθεται στο θρόνο του μέσα σε μια απρόσιτη μοναξιά, αλλά μας έχει πλησιάσει και διακατέχεται από το πάθος να καταστήσει γνωστό τον εαυτό του, δια του Λόγου και των πράξεών του. Το πρώτο βιβλίο της Γένεσης μας παρουσιάζει, από τις αρχές του κόσμου και με πολύ δυνατό τρόπο, το Θεό που αναζητεί τον άνθρωπο. Στη διήγηση του αμαρτήματος του Αδάμ και της Εύας, αναφέρεται ότι οι πρωτόπλαστοι άκουσαν τα βήματα του Θεού, που βάδιζε μέσα στον κήπο, και κρύφτηκαν μέσα στα δέντρα, για να μη τους δει ο Κύριος. Ο Κύριος, ο Θεός, φώναξε προς τον άνθρωπο: «Πού είσαι;»

Ναι, ο Θεός θέτει στον άνθρωπο αυτό το ερώτημα: «Πού είσαι»; Ο Θεός αναζητεί τον άνθρωπο, ο Θεός δεν παύει να αναζητεί τον άνθρωπο. Και ο καθένας από μας, κατά την πορεία της ζωής του, καλείται να απαντήσει σε αυτό το αρχικό ερώτημα του Θεού: «Πού είσαι;» Στην παλαιά, την πρώτη Διαθήκη, δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος για τον όρο «χάρη», αλλά οι λέξεις που πλησιάζουν το νόημά της, διασαφηνίζουν αυτή την πραγματικότητα που πηγάζει από την καρδιά του Θεού. Αυτές είναι : δωρεά του εαυτού, αδιασάλευτη πιστότητα, ευσπλαχνία, βαθιά αφοσίωση. Αυτή η χάρη του Θεού, φανερώνεται καταρχάς προς το λαό του Ισραήλ δια της εκλογής του, που είναι καθαρή δωρεά και προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από την αγάπη του Θεού και τη Διαθήκη, που είναι συνέπειά της. Όλη η εξέλιξη και οι περιπέτειες της Διαθήκης, καθόλη τη διάρκεια αυτής της πρώτης Διαθήκης, καθιερώνουν τη δέσμευση του Θεού μέσα στην ιστορία του Ισραήλ και των ανθρώπων. Μ΄ένα θαυμάσιο τρόπο, συνοψίζοντας αυτή την ενεργό παρουσία του Θεού μέσα στην ιστορία, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού διακηρύττει: «Δια της αποκαλύψεώς του, ωθούμενος από την άπειρη Αγάπη του, ο Θεός που είναι αόρατος, απευθύνεται στους ανθρώπους όπως σε φίλους, και συνομιλεί μαζί τους για να τους προσκαλέσει να έρθουν σε κοινωνία μαζί του και να τους δεχτεί μέσα σε αυτή την κοινωνία». Έτσι ο Θεός δεν μας αποκαλύπτει μόνο ότι υπάρχει, αλλά και ότι είναι ο Εμμανουήλ, δηλαδή, ο Θεός μαζί μας, ο Θεός που έρχεται σ΄εμάς. Ο Θεός θέλει να φανερώσει τον εαυτό του, εντελώς δωρεάν (αφιλοκερδώς), ελεύθερα, με οικειοθελή αγάπη, από την πρώτη αρχή του κόσμου, μέσω της Πλάσης, της ιστορίας του λαού Του, αλλά επίσης , και μέσω της ίδιας της συνείδησης του ανθρώπου την οποία επιθυμεί να φωτίσει δια του δώρου της Πίστεως.

Η χάρη αυτή, που φωτίζει την Πίστη, είμαι βέβαιος, ότι σε κάποια στιγμή της ζωής του ανθρώπου και με ένα τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, προτείνεται στον κάθε άνδρα και στην κάθε γυναίκα. Απέναντι σ΄αυτήν, κάθε άνθρωπος καλείται να πάρει θέση. Το δε αντικείμενό της, δεν είναι, λοιπόν, πριν απόλα, να επικοινωνήσει στον άνθρωπο αλήθειες ή εντολές που θα ήταν αδύνατο να ανακαλύψει από μόνος του. Πρόκειται μάλλον για μια καθαρή και ελεύθερη συνάντηση μεταξύ του Θεού, που έχει την πρωτοβουλία, και του πλάσματός του. Δια του Λόγου Του και της ενέργειάς Του, που με λεπτότητα και σεβασμό, έρχονται να κτυπήσουν την πόρτα της καρδιάς του ανθρώπου, ο Θεός δεν έρχεται να προσφέρει «κάτι», αλλά να δοθεί ό ίδιος με τη γεμάτη αγάπη και ζωή παρουσία του. Όταν αναρωτιόμαστε ή μας ερωτούν «ποιος είναι ο Θεός;», σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουμε ανάγκη να επιδοθούμε σε πολύπλοκες θεωρίες.

Ούτε έχουμε επίσης ανάγκη να επικαλούμαστε ένα ακαθόριστο αίσθημα που θα ήταν η προβολή των επιθυμιών μας και των επιδιώξεών μας. Στο ερώτημα που τίθεται, δεν μπορούμε να απαντήσουμε διαφορετικά από του να διηγηθούμε τη ζωντανή ιστορία των σχέσεων του Θεού με τους ανθρώπους, και με τον καθένα από μας, λέγοντας: «Ιδού ο Θεός μας είναι αυτός που οδήγησε τον Αβραάμ, που ελευθέρωσε τον Ισραήλ, που μίλησε με το λαό του, αυτός που έδωσε και ανέστησε τον Ιησού Χριστό από τους νεκρούς, Αυτός που από καθαρή χάρη, μας κάλεσε σε κοινωνία μαζί του και δεν παύει να έρχεται για να μας σώσει, να μας θεραπεύσει». Η Πίστη μου στο Θεό, βιώνει την αναπαράσταση αυτής της ιστορίας που εκτυλίχτηκε πριν από μένα και μέσα στην οποία αποφασίζω να ενταχθώ, από τη στιγμή που κατανοώ με τη σειρά μου, ότι ο Θεός έρχεται και σε μένα και με προσκαλεί να ζήσω μέσα σε αυτή την κοινωνία μαζί Του.

Αλλά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε αυτόν το στοχασμό χωρίς να δούμε αυτό πού το ίδιο το Ευαγγέλιο λέει γι΄αυτή τη χάρη της Πίστης. Είναι σαφές και εδώ ότι, μέσα στα Ευαγγέλια, η Πίστη δεν συνίσταται πριν απόλα στο να παραδεχτείς μια σειρά από αρχές και αλήθειες. Η Πίστη δεν είναι η αποδοχή μιας διδασκαλίας ή ορισμένων αξιών, ούτε ακόμη και η υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής. Η Πίστη είναι πάνω απόλα η προσκόλληση (αφοσίωση) ολόκληρου του είναι σου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού που γίνεται σε μας γνωστός δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Εδώ, η ευαγγελική σκηνή της Ομολογίας Πίστης του Αποστόλου Πέτρου είναι αποφασιστική. Αφού ο Ιησούς είχε ρωτήσει τους μαθητές του, – όπως δεν παύει να το κάνει και σε μας- : «Κι εσείς, ποιος λέτε πως είμαι;», ο Πέτρος ομολογεί ότι «ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού», ο δε Ιησούς του δηλώνει αμέσως ότι αυτή η αποκάλυψη δεν του έγινε «από άνθρωπο, αλλά από τον ουράνιο Πατέρα του».

Αυτά τα λόγια του Ιησού έχουν κεφαλαιώδη σημασία. Δεν υπάρχει Πίστη για τον χριστιανό παρά μόνο με αυτή την προσωπική αναγνώριση του Ιησού Χριστού, που και η ίδια είναι έργο του Θεού μέσα μας. Η Πίστη αυτή στο πρόσωπο του Χριστού είναι μια υπερφυσική αρετή, που χορηγείται από τον ίδιο το Θεό, θα πουν οι Θεολόγοι. Αυτό που ο Άγιος Πέτρος έζησε, καλείται και ο καθένας από μας να το αναγνωρίσει και να το ζήσει. Η Πίστη, σύμφωνα με τα ίδια τα Λόγια του Χριστού, δεν είναι λοιπόν, στο πρώτο της στάδιο, μια προσωπική απόφαση, ένας δρόμος που θα διανύαμε με τις δικές μας δυνάμεις, ούτε ακόμη μια διαδρομή που θα μας επέτρεπε να προχωρήσουμε, βήμα βήμα, σε μια σειρά από βεβαιότητες. Η Πίστη είναι πριν απόλα ένα δώρο, ένα δώρο που συνίσταται στο ίδιο το μυστήριο του Θεού ο οποίος μας προσεγγίζει και του οποίου η κορύφωση είναι ο ερχομός του Υιού με τη δική μας σάρκα, δώρο μέσα στο οποίο, όπως το συμβολίζει το χριστιανικό βάπτισμα, είμαστε μονίμως βουτηγμένοι, βυθισμένοι, ενταφιασμένοι.

Η Πίστη ξεπερνά, λοιπόν, τις ανθρώπινες δυνατότητές μας. Εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε κάποιο μέσο για να την αποκτήσουμε ή να την εδραιώσουμε μέσα μας, αλλά είμαστε ικανοί – πράγμα άπειρης αξίας – να τη δεχτούμε. Τα πάντα προέρχονται από το Θεό, τα πάντα είναι καθαρά δώρα, τίποτε δεν εξαρτάται από τη δική μας αξία, τίποτε δεν προέρχεται, στην αρχή, από εμάς. Και αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία, στηριζόμενη στην Πίστη των γονέων και των αναδόχων, κατάλαβε ότι μπορεί να βαπτίζει τα μικρά παιδιά, τα οποία δεν είναι σε θέση ακόμη από μόνα τους να δράσουν, ούτε να εκφράσουν τη θέληση τους, ούτε ακόμη και να πιστέψουν, διότι τα πάντα προέρχονται από το Θεό, που μας αγαπά πριν από εμάς. Αυτό που αληθεύει για τα μικρά παιδιά, αληθεύει επίσης και για τους ενήλικες, οι οποίοι ασφαλώς έχουν και θέληση και επιθυμίες, αλλά οφείλουν πάντοτε να διατηρούν τη στάση αυτού που δέχεται, αυτού που έχει τα χέρια ανοικτά και την καρδιά γεμάτη εμπιστοσύνη, ώστε ο Θεός να μπορεί να έρθει σ΄αυτόν, να τον αγγίξει στα βάθη του είναι του, και να του δοθεί. Αν έχουμε τη δυνατότητα να στοχαστούμε πάνω στη πνευματική μας πορεία, γνωρίζουμε καλά ότι όλοι οι σημαντικοί σταθμοί της ζωής μας υπήρξαν σταθμοί όπου ο Θεός αποκαλύφτηκε σ΄εμάς, πέρα από αυτό που μπορούσαμε να επιθυμήσουμε ή να φανταστούμε. Κάθε αποφασιστικός σταθμός της ζωής μας είναι μια εισβολή, μια ανακάλυψη και όχι μια κατασκευή που θα είχαμε εμείς επεξεργαστεί ξεκινώντας από τις δικές μας ιδέες και αντιλήψεις. Τελικά η Πίστη είναι ένα δώρο, όπως και η αγάπη είναι ένα δώρο, διότι ο Θεός, που είναι η πηγή του, είναι και ο ίδιος Δώρο. Ιδού με ποιο τρόπο ενεργεί ο Θεός. Παρόλα αυτά παραμένει τότε το λεπτό αυτό ερώτημα: Αν η Πίστη είναι ένα δώρο του Θεού, γιατί ο Θεός φαίνεται να διανέμει αυτή τη χάρη με άνισο τρόπο, Αυτός για τον οποίο η Γραφή λέει ότι θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι;

Τα δώρο της Πίστης, δεν μοιάζει έτσι – θα μπορούσαμε να το σκεφτούμε – σαν έναν αριθμό λοταρίας, που σε άλλους προσφέρεται, και σε άλλους δεν επιτρέπεται να προσφερθεί; Εδώ, στο τέλος αυτού του πρώτου μέρους της ομιλίας, βρισκόμαστε μπροστά στο μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας.

Υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να πιστέψουν μέχρι το θάνατό τους; Ναι, χωρίς αμφιβολία, διότι αν δεν ήταν έτσι, ο άνθρωπος δεν θα είχε πραγματικά την δυνατότητα επιλογής να πιστέψει. Δίνει ο Θεός τις ίδιες ευκαιρίες σε όλους να πιστέψουν; Ναι, χωρίς αμφιβολία, διότι και εδώ επίσης, αν δεν γινόταν έτσι, θα δεχόταν πλήγμα η ελευθερία του ανθρώπου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν καλά ότι αυτή η αυτός που, με μια ελεύθερη πράξη, επιθυμεί να πιστέψει, μπορεί, και μάλιστα οφείλει, να ζητήσει από το Θεό, τον οποίο δεν γνωρίζει ακόμη, αυτό το δώρο της Πίστεως. Η επιθυμία αυτή να πιστέψει είναι ήδη μέσα στην καρδιά του, όπως στους κατηχούμενους που προετοιμάζονται για το Βάπτισμα, ως μια πρώτη χάρη του Θεού, μια προκαταβολή των δώρων του. Ο Blaise Pascal βάζει στα χείλη του Θεού την εξής φράση: «Δεν θα με αναζητούσες αν δεν με είχες βρει». Ο άνθρωπος μπορεί να διψάει για το Θεό, γιατί ο Θεός είναι ήδη παρών στην καρδιά του. Είναι γνωστή η μινιμαλιστική προσευχή του Charles de Foucauld: «Θεέ μου, αν υπάρχεις, κάνε με να σε γνωρίσω». Η φράση αυτή προεκτείνει τελικά τα θαυμάσια εκείνα λόγια του Ευαγγελίου: «Πιστεύω Κύριε, αλλά έλα να με βοηθήσεις στην απιστία μου».

 

Αυτό το άνοιγμα της καρδιάς του ανθρώπου μας προσκαλεί να εξετάσουμε τη δεύτερη όψη της Πίστης, που είναι αδιαχώριστη από την πρώτη, δηλαδή, την απάντηση του ανθρώπου στο δώρο του Θεού.

Αν ο Θεός έρχεται προς τον άνθρωπο, αν ο Θεός θέλει επίμονα να δοθεί σ΄εμάς, δεν το κάνει για να μας θέσει σε ακινησία, αλλά για να μας διδάξει να τον αναζητούμε, να βαδίζουμε εμείς οι ίδιοι προς Αυτόν, να δοθούμε σ΄Αυτόν, και ταυτόχρονα στα αδέλφια μας. Ναι, ο άνθρωπος – καθώς όλη η χριστιανική παράδοση βεβαιώνει – είναι “capax Dei”, ικανός να γνωρίσει το Θεό, ικανός να δεχτεί το δώρο που κάνει ο Θεός του εαυτού του. Όλη η Γραφή αποκαλύπτει ότι πιστεύω σημαίνει ταυτόχρονα ότι δέχομαι αυτό το δώρο του Θεού και θέτω σε ενέργεια την ελευθερία μου, τη διάνοιά μου, τη θέλησή μου, τα αισθήματά μου για να απαντήσω σ΄αυτή τη δράση του Θεού που μας συναντά (προσεγγίζει) και μας βάζει σε πορεία. Αυτή την όψη της Πίστης, ως απάντηση στο Θεό, μέσω της κινητοποίησης όλου του είναι μας και των ικανοτήτων μας, την ανακαλύπτουμε μέσα στη Βίβλο, και πριν απόλα στον Αβραάμ, με τον οποίον αρχίζει η ιδιαίτερη ιστορία των σχέσεων μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων.

Αυτός που ο Άγιος Παύλος ονομάζει «Πατέρα των πιστευόντων», ζει στην Χαλδαία μέχρι την ημέρα που ο Θεός του απευθύνει το κάλεσμα. Ο Αβραάμ πιστεύει, δηλαδή, αναγνωρίζει το κάλεσμα του Θεού και ανταποκρίνεται σε αυτό. Το κάλεσμα του Θεού και η ανταπόκριση του ανθρώπου είναι δυο κινήσεις αχώριστες. Ο Αβραάμ εμπιστεύεται στο Λόγο που δέχεται και ξεκινά μια πορεία, σύμφωνα με τη Θεϊκή εντολή, προς ένα μέλλον που, από ανθρώπινη άποψη, είναι εντελώς αβέβαιο. Ελπίζοντας ενάντια σε κάθε ελπίδα, με την πράξη πίστεως που κάνει, γίνεται ο Πατέρας των πιστευόντων, που ανοίγει το δρόμο και καθιστά γόνιμη την υπόσχεση του Θεού.

Αυτή η απάντηση του Αβραάμ, τα «ναι» του Μωϋσή, των προφητών και όλων των μεγάλων μορφών της ιστορίας του Ισραήλ μέχρι το «ναι» της αειπάρθενου Μαρίας και των ίδιων των Αποστόλων κορυφώνονται, για μας τους χριστιανούς, με τη συγκατάθεση και τη διαδρομή του Ιησού, την οποία κάθε μαθητής του καλείται να μιμηθεί και να ακολουθήσει. Όπως ο Χριστός, που είναι πάντοτε σε πορεία, έτσι και ο βαπτισμένος, απαντώντας στο δώρο της Πίστης, καλείται να μπει σε πορεία. Έτσι ώστε, μέσα στη Νέα Διαθήκη, πιστεύω, απαντώ δια της Πίστεως, καθίσταται συνώνυμο του «βαδίζω ακολουθώντας το Χριστό». Πιστεύω, σημαίνει επίσης κάνω πάντοτε ένα βήμα, ένα βήμα συγκεκριμένο. Όπως στην ανθρώπινη αγάπη, οφείλουμε συχνά να κάνουμε ένα βήμα, ένα βήμα μέσα στο άγνωστο, ελπίζοντας σε μια αμοιβαία απάντηση. Αν λέμε συνεχώς στον εαυτό μας και στους άλλους: «Δεν είμαι βέβαιος ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Κατά βάθος, δεν αποκλείω το γεγονός να υπάρχει μια υπέρτατη δύναμη… αλλά περιμένω να δω. Εξάλλου κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να με διαβεβαιώσει ότι ο Θεός υπάρχει. Θα παραμείνω με τις απόψεις μου…»

Ε! λοιπόν, αν παραμείνουμε εδώ, με αυτό το είδος επιχειρημάτων, είναι βέβαιο ότι η Πίστη δεν θα μπορέσει ποτέ να ριζώσει μέσα μας, έστω και αν η χάρη αναμένει στην πόρτα μας. Και τούτο διότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αναζήτηση της Πίστης μέσα μας. Θα λείπει πάντοτε αυτό το απαραίτητο βήμα, για να προσεγγίσουμε την παρουσία του Θεού ελπίζοντας να τον συναντήσουμε. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται – και λαμβάνεται συχνά – κατά τις στιγμές κλειδιά της ζωής μας. Μια γέννηση, ένα γάμος, μια απώλεια αγαπημένου προσώπου, μια επιτυχία, μια αποτυχία, μπορούν να είναι π.χ. παρόμοιες στιγμές. Αλλά είναι πάντοτε μια ελεύθερη επιλογή, μια επιλογή που θα είναι πάντοτε το μυστήριο της καρδιάς κάθε ανθρώπινου όντος.

Ο Θεός δεν επιτρέπει ποτέ να ασκηθεί βία στην ελευθερία του ανθρώπου, αλλά επιθυμεί να προσπαθούμε ελεύθερα να τον ανακαλύψουμε. Και για να προβούμε σε αυτό το απαραίτητο βήμα, η διάνοια και η θέληση μας κινητοποιούνται και συνεργάζονται ελεύθερα με τη χάρη του Θεού. Ορισμένοι μπορούν να εκπλαγούν που η πράξη Πίστεως είναι έτσι βαθιά συνδεδεμένη με τη διάνοια και τη θέληση του ανθρώπου. Σήμερα, ένα είδος φιντεϊσμού έχει την τάση να υποτιμά το ρόλο της διάνοιας, της λογικής, μέσα στην Πίστη. Ορισμένες φορές, υπάρχει η πεποίθηση ότι, όσο λιγότεροι λόγοι ορθολογικοί υπάρχουν για να πιστέψεις, τόσο περισσότερο καθαρή και αξιέπαινη είναι η Πίστη. Και μάλιστα πόσοι χριστιανοί δεν καυχώνται που έχουν την ονομαζόμενη Πίστη του «καρβουνιάρη», που είναι διαφορετική από τη διάνοια των μικρών παιδιών; Αλλά σε αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση μέσα από την Πίστη, διότι απλά είναι παράλογο.

Αντίθετα, ενάντια σε αυτή την τάση, που υποβαθμίζει το ρόλο της λογικής, η Εκκλησία, ιδιαίτερα δια της Α΄ Συνόδου του Βατικανού, που διεξήχθη μέσα σε περίοδο πλήρους ανάπτυξης του ορθολογισμού και του αθεϊσμού, διατήρησε πάντοτε μια στάση εμπιστοσύνης απέναντι στις ικανότητες της διάνοιάς μας. Αν η Πίστη, ως απάντηση στο Θεό, είναι επίσης μια ανθρώπινη πράξη, η λογική πρέπει να έχει ένα καθοριστικό ρόλο. Γνωρίζουμε καλά πόσο ο Βενέδικτος 16ος , τόνισε με έμφαση την άποψη αυτή. κατά την Αρχιερατεία του. «Αν πρέπει να πιστέψουμε για να καταλάβουμε, πρέπει επίσης να καταλάβουμε για να πιστέψουμε», δηλώνει ο Άγιος Αυγουστίνος, με την περίφημη αυτή διατύπωση. Έτσι για τον χριστιανό, η διάνοια δεν είναι μόνο στην υπηρεσία της Πίστης, αλλά και η ίδια κινητοποιείται( εμψυχώνεται) από την Πίστη. Η Πίστη είναι μια απάντηση που φωτίζεται από τη διάνοια αλλά αδιαχώριστα κινητοποιείται και από τη θέληση. Πιστεύω, διότι ελεύθερα θέλω να πιστεύω. Ήδη, τον τρίτο αιώνα, ο Τερτυλλιανός έγραφε στον ανθύπατο της Αφρικής, που είχε παραδώσει τους χριστιανούς στα άγρια ζώα και τους είχε εξοντώσει στην πυρά: «Αντιτίθεται στη θρησκεία να εξαναγκάζεις στη θρησκεία, η οποία πρέπει να γίνεται δεκτή οικειοθελώς και όχι δια της βίας»

Η Πίστη, λοιπόν, ως απάντηση στην πρόταση του Θεού, επιζητεί μια απόφαση, μια συγκατάθεση της θέλησης. Εξάλλου οι εκφράσεις «έχω την Πίστη» και «έχασα την Πίστη», τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούμε, πρέπει να εξεταστούν από κοντά. Η Πίστη δεν είναι ένα πράγμα που μπορεί κανείς να κατέχει οριστικά ή να το χάσει αναπάντεχα. Πολλοί χριστιανοί αναρωτιούνται αν «έχουν την Πίστη». Άλλοι δηλώνουν ότι «έχασαν την Πίστη. Αλλά δεν χάνει κανείς την Πίστη όπως χάνει το πορτοφόλι του ή τη δεσμίδα των κλειδιών του. Ναι, η Πίστη εξαρτάται από τη θέληση. Υπό αυτή την έννοια, χάνω την Πίστη σημαίνει παύω να θέλω να πιστεύω…ή ότι δεν την έχω συντηρήσει και καλλιεργήσει. Εξάλλου, η βιβλική προοπτική δεν τοποθετείται στη βάση του έχω –έχω ή δεν έχω την Πίστη – αλλά, καθώς ήδη είπαμε, στη βάση της συμπεριφοράς και της σύναψης υπαρξιακής σχέσης. Έτσι η Πίστη, φωτισμένη από τη διάνοια και κινητοποιημένη από τη θέληση, ως απάντηση στο Θεό που προτείνει τον εαυτό του, θα είναι αυτός ο δρόμος του ανθρώπου προς το Θεό, μια πορεία σχέσης του πλάσματος προς τον Πλάστη του. Δεν είναι ικανοποιητική η στάση ανθρώπων, που εφησυχάζουν μέσα σε θεωρίες και οχυρώνονται πίσω από αντιλήψεις, που εξάλλου δεν θα άντεχαν επί μακρόν στις δοκιμασίες της ζωής. Ικανοποιητική είναι η στάση μας, όταν υποδεχόμαστε τη Θεϊκή ζωή μέσα μας που μας οδηγεί να απαντήσουμε, επιλέγοντας να ζήσουμε σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού και σε τελευταία ανάλυση να μετατρέψουμε τη ζωή μας σε ένα δώρο αγάπης.

Αυτός ο δρόμος δωρεάς του εαυτού μας είναι τελικά η μόνη δυνατή και πλήρως ικανοποιητική απάντηση σε αυτή τη χάρη της Πίστης, που δεχτήκαμε από το Θεό. Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε κάτι από την αγάπη του Θεού, δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτήν παρά με μια παρόμοια αγάπη. Εννοείται ότι η απάντηση της Πίστης δεν διαμορφώνεται και εκτυλίσσεται μέσα στη ζωή μετά από έναν συλλογισμό «κεκλεισμένων των θυρών». Η πίστη είναι πράξη προσωπική, αλλά ποτέ απομονωμένη. Πάντοτε συναντώντας και στηριζόμενος πάνω σε άλλους πιστούς, διαμορφώνω τη δική μου απάντηση, που γίνεται ένα «εμείς πιστεύουμε». Διότι κανείς δεν μπορεί να πιστέψει μόνος, όπως κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνος. Δεχόμαστε έτσι, πραγματικά, την Πίστη της Εκκλησίας, των ανδρών και των γυναικών οι οποίοι, καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας μέχρι και σήμερα, ζουν και δίνουν μαρτυρία της Πίστης. Αλλά, αν την αποδεχόμαστε, τούτο δεν σημαίνει ότι η Πίστη είναι κληρονομική. Δεν γεννιόμαστε, γινόμαστε χριστιανοί. Η αναγκαιότητα της μύησης, πρωτίστως μέσα στην οικογένεια, όπως για την επικοινωνία κάθε έντονης κλίσης προς κάτι, αποκαλύπτεται σήμερα αποφασιστική. Έτσι, η Πίστη, ως απάντηση του ανθρώπου, είναι αυτός ο δρόμος που τον οδηγεί, από σταθμό σε σταθμό, προς το Θεό. Αν η πίστη είναι απάντηση στο Θεό, που προσφέρεται και δίνεται ο ίδιος ολοκληρωτικά, αυτή δεν μπορεί να είναι παρά ένα πρόγραμμα ζωής που φωτίζει όλους τους τομείς της ύπαρξής της, εμπλέκοντας και εμάς εξολοκλήρου.

Η Εβραϊκή απάντηση που αντιστοιχεί στη δική μας λέξη «πιστεύω» είναι “aman”. Αυτή βρίσκεται, βεβαίως, στη λειτουργική απάντηση επιβεβαίωσης, το «Αμήν». Η ρίζα αυτή φέρνει στη μνήμη την ιδέα σταθερότητας, επιμονής, βαθιάς αφοσίωσης που επιτρέπει τη δέσμευση ολόκληρου του είναι μας. Πιστεύω, σημαίνει ότι στηριζόμαστε στο Θεό, που μετράει για μας, ότι θεμελιώνουμε και οικοδομούμε την ύπαρξή μας πάνω Του. Πιστεύω σημαίνει να πούμε Αμήν στο Θεό, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, δηλαδή, τη ριζική αλλαγή των στηριγμάτων μας και της ιδέας που μπορούμε να έχουμε για τον εαυτό μας, του νοήματος της ζωής μας, και των πράξεων ή ενεργειών που πραγματοποιούμε. Χωρίς αυτή την απάντηση, χωρίς αυτό το Αμήν εμπιστοσύνης και αγάπης, υπό την έννοια μιας κινητοποίησης όλου του εαυτού μας, Πίστη δεν υπάρχει.

 

Τούτο μας οδηγεί στο τρίτο μέρος των στοχασμών μας, που σκοπό έχει να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα, στην αρχή αυτής της λειτουργικής περιόδου της Τεσσαρακοστής, ότι πιστεύω και μεταστρέφομαι είναι ταυτόσημα πράγματα…

Διότι αν η Πίστη είναι πράγματι η χάρη ενός Θεού που από αγάπη προσφέρει τον εαυτό του και η απάντηση του ανθρώπου, που δέχεται αυτό το δώρο, τότε αυτή (η Πίστη), για να μένει ζωντανή, θα πρέπει να αποτελεί αναγκαστικά, την κινητήρια δύναμη μιας αληθινής πορείας μεταστροφής που θέλει να αγαπά με τον τρόπο της αγάπης που δεχτήκαμε από το Θεό. Η ενεργή Πίστη είναι η αγάπη, είναι η αγάπη του Θεού στην πράξη. «Η Πίστη στο Χριστό, που εκδηλώνεται έμπρακτα με την αγάπη, γίνεται ένα νέο κριτήριο αντίληψης και πράξης που αλλάζει όλη τη ζωή του ανθρώπου», βεβαιώνει ο Βενέδικτος 16ος στο ιδιόβουλο «Θύρα της Πίστεως». Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να πιστεύουμε αυθεντικά και να μη θέλουμε ταυτόχρονα αυτό να αλλάξει συγκεκριμένα κάτι στη ζωή μας. Η αληθινή αγάπη γεννά στην καρδιά του πιστού, την επιθυμία, η ζωή του ολόκληρη, να είναι σύμφωνη, ολοένα και περισσότερο, με το δώρο που έλαβε. Και αν ακόμη αυτό δεν το πετυχαίνει από τη μια μέρα στην άλλη, λαβαίνει τη δύναμη μέσω της Πίστεως, και δεσμεύεται να παραμείνει προσηλωμένος σε αυτή την κατεύθυνση. Ναι, η Πίστη ανοίγει στον πιστό ένα δρόμο μεταστροφής που είναι τελικά μια συγκεκριμένη εφαρμογή της ηθικής ζωής σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού.

Μέσα στο Ευαγγέλιο, ανακαλύπτουμε πολλές φορές ότι οι θεμελιώδεις απαιτήσεις του Ιησού κατά την πορεία εκείνου που θέλει να τον ακολουθήσει, είναι η Πίστη και η μεταστροφή (μετάνοια). Όταν ο Ιησούς εγκαινιάζει την κήρυξη του Ευαγγελίου στη Γαλιλαία, τα πρώτα του λόγια, αυτά που αντήχησαν στα αυτιά μας αυτές τις μέρες της Τεσσαρακοστής, είναι: «Μετανοείτε και πιστεύετε στο Ευαγγέλιο». Μετάνοια και Πίστη είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η μετάνοια προϋποθέτει την Πίστη και από την Πίστη ανοίγεται μια δυναμική μετάνοιας. Η μετάνοια αυτή, μπορεί να προβλεφτεί –και είναι καλό να το υπενθυμίζουμε στην αρχή της Τεσσαρακοστής για να μην πέσουμε σε μια γρήγορη απογοήτευση – όχι από ένα είδος βολονταρισμού, αλλά μέσα από μια βέβαιη υποδοχή της παρουσίας του Χριστού, της οποίας είναι δυνατό να κάνουμε την εμπειρία.

Στην Πίστη, καθώς και στη μεταστροφή την οποία εγκαινιάζει, δεν ενδιαφέρει τόσο να θέλουμε να επιτύχουμε έναν τρόπο ύπαρξης, μια συμπεριφορά, ή ακόμη και μια αρετή, όσο να αφήσουμε τον εαυτό μας να καταληφθεί από την εγγύτητα και τη δύναμη του Θεού που η ίδια, από μέσα μας, πραγματοποιεί τη μεταστροφή. Εξάλλου είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στις θεραπείες που κάνει μέσα στο Ευαγγέλιο, ο Ιησούς αρκείται στην εμπιστοσύνη στον Ίδιο και στη δύναμη του Θεού που ενεργεί μέσω Εκείνου. «Πιστεύεις, πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω;» ερωτά συχνά τους συνομιλητές του. Αλλά, ταυτόχρονα, βλέπουμε ότι αυτές οι θεραπείες, αυτές οι αφέσεις αμαρτιών, τις περισσότερες φορές, γίνονται ως ενθαρρύνσεις να τον ακολουθήσουν σε μια νέα ζωή, μέσα σε μια κίνηση μεταστροφής, που θα πρέπει αδιάκοπα να επαναλαμβάνεται. «Πήγαινε και μην αμαρτάνεις πια…». Αυτή λοιπόν η μεταστροφή, για να ζήσουμε συγκεκριμένα μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξή μας το Ευαγγέλιο, είναι εκείνη που θα μαρτυρήσει για την αυθεντικότητα της Πίστης μας. Δεν αρκεί να λέτε «Κύριε, Κύριε» για να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών, πρέπει να κάνετε το θέλημα του Πατέρα μου που είναι στους Ουρανούς», θα πει ο Ιησούς.

Ο Άγιος Παύλος μιλάει για το «έργο της Πίστης», φανερώνοντας έτσι τον βαθύ σύνδεσμο ανάμεσα στην Πίστη και τα έργα της, μέσα σε μια διαρκώς ανανεωνόμενη δυναμική μεταστροφής. Βεβαίως, η πορεία αυτή, της διαρκούς προσαρμογής ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε και σε αυτό που κάνουμε, ανάμεσα σε αυτό που ομολογούμε και τον τρόπο που ζούμε, μπορεί να είναι δύσκολος. Μπορεί να διασχίσει ζώνες αμφιβολιών και σκότους, να γνωρίσει στάδια αμφισβητήσεων και αντιπαράθεσης με έναν κόσμο, καμιά φορά εχθρικό, αλλά προσβλέπει στην κορυφή, που είναι η εν Χριστώ ενοποίηση όλης της ζωής μας. Εδώ έγκειται, κατά βάθος, η πλήρης ολοκλήρωση του χριστιανικού μυστηρίου μέσα στη ζωή ενός ανθρώπινου όντος. Δεν πρόκειται για μια άλλη ζωή, αλλά για μια ζωή που, σιγά σιγά, γίνεται λιγότερο επιφανειακή, πιο βαθιά, πιο πραγματική, επειδή φωτίζεται και τροφοδοτείται πλήρως από την Πίστη στο Θεό.

Έτσι, η Πίστη, μας ωθεί να προχωρούμε πάντοτε προς τα εμπρός, να είμαστε δημιουργικοί και τολμηροί, να μη διστάζουμε να ξεκινάμε πάντοτε ξανά την πορεία μας, και να έχουμε το θάρρος να ζούμε. Είναι ακριβώς το μυστήριο και η ενέργεια του Πάσχα, του περάσματος από το θάνατο στη ζωή, τα οποία, δια της Πίστης, γίνονται πράξη μέσα μας. Ιδού η καρδιά και ο ρεαλισμός της χριστιανικής Πίστης. Ο χριστιανός καλείται να πιστέψει ότι ο Ιησούς Χριστός πραγματοποίησε μια για πάντα αυτή τη σωτηρία, με το πάθος του, το θάνατό του και την ανάστασή του, την οποία μας προσφέρει και ότι αυτό αλλάζει τη ζωή μας. Ο δρόμος της Πίστης μας, συνίσταται στο να δεχτούμε αυτή την αλήθεια και να δεσμεύσουμε αποφασιστικά την ελευθερία μας για χάρη της. Εδώ παίζονται τα πάντα, εδώ γίνεται η επιλογή των πάντων, αυτό ζούμε την Τεσσαρακοστή: Ναι, ή όχι, θα απαντήσω στο ερώτημα αν ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή; Και αλλάζει αυτό τη ζωή μου;

Φθάνοντας στο τέλος αυτής της διάλεξης, θα ήθελα, ως συμπέρασμα, να στρέψω την προσοχή σας στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να καλλιεργήσουμε την Πίστη μας, πηγή της δέσμευσής μας ως άνδρες, ως γυναίκες, ως χριστιανοί. Αφού καταλάβουμε ότι η Πίστη πηγάζει από τη συνάντηση της ελευθερίας του Θεού που προσφέρεται και της ελευθερίας του ανθρώπου που απαντά, η προσωπικότητά μας όλη θα θέλει να συντηρήσει, να καλλιεργήσει αυτή τη συνάντηση, ώστε η Πίστη να μετατραπεί σε ζωή. Ζω δια της Πίστης, δεν είναι τότε “etre relie”(είμαι συνδεδεμένος) με το Θεό, που είναι και το νόημα της λατινογενούς λέξης “religion”; Η Βίβλος δεν παύει να μας επαναλαμβάνει ότι η σχέση αυτή συνάπτεται καταρχάς δια του ακούσματος. Εμείς οφείλουμε να αναπτύξουμε ένα διπλό άκουσμα: Το άκουσμα του Θεού και του Λόγου Του, διαμέσου της Εκκλησίας και το άκουσμα των εκκλήσεων και των αναγκών του κόσμου μας. Η Σύνοδος στο Βατικανό καλεί όλο το Λαό του Θεού να ακούει, να ερμηνεύει τα σημεία των καιρών υπό το φως των Γραφών και να αντιδρά πνευματικά στα γεγονότα που σημαδεύουν τον κόσμο μας. Όμως δεν μπορούμε να ακούμε και να ζούμε από αυτόν το Λόγο παρά μόνο ατενίζοντας τη ζωή του Ιησού Χριστού, του Λόγου που έγινε σάρκα, Εδώ καθίσταται εμφανής η αναγκαιότητα της προσευχής. Προσεύχομαι, έχει ειπωθεί, είναι «να ακούς δυο φορές περισσότερο από το να μιλάς. Γι΄αυτό έχουμε δυο αυτιά και μόνο ένα στόμα!». Συχνά παραπονιόμαστε ότι δεν ξέρουμε να προσευχηθούμε, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι, στην πραγματικότητα, είναι το Άγιο Πνεύμα που προσεύχεται μέσα μας και μας εμφυσά το Λόγο, την έμπνευση, το φως που κατευθύνει την ημέρα μας και τη ζωή μας. Η ζωή Πίστης, το είδαμε, είναι έτσι μια πορεία. Δεν κάνουμε παρά ένα βήμα κάθε φορά. Ο δε Θεός μας ενισχύει κατά την πορεία. Αποφασίζοντας να δεσμευτούμε σ΄αυτή την πορεία, παραμένοντας δηλαδή συνδεδεμένοι με το Θεό, όχι μόνο αυξάνουμε την Πίστη μέσα στις καρδιές μας, αλλά δίνουμε μαρτυρία γ΄αυτήν και επικοινωνούμε τη ζωή του Θεού. Η ζωή καλεί τη ζωή, η Πίστη καλεί την Πίστη. Με αυτό τον τρόπο, ο Θεός προσφέρεται και από πλησίον σε πλησίον, φωτίζει, μεταμορφώνει την ανθρωπότητα μέσα από τη ζωή των χριστιανών που διαπνέονται από την Πίστη και γίνονται μεταδοτικοί αυτής της θεϊκής παρουσίας.

Η πίστη στο Θεό δεν είναι μια γνώμη, είναι Ζωή και συνεπώς μια δέσμευση, ένας τρόπος να ζούμε με το Χριστό. Μας οδηγεί να παίρνουμε μια στάση απέναντι στον πόνο, να δίνουμε μια απάντηση εμπρός στις αντιξοότητες ή τις δυσκολίες, εμπρός σε μια σχέση με την Αλήθεια, με την ελευθερία χωρίς περιστροφές, με επιλογές. Φωτισμένος από το Πνεύμα του Χριστού, ο πιστός χριστιανός μπορεί να υποχρεωθεί μέσα στον κόσμο, να χειραφετηθεί από τη γνώμη της πλειοψηφίας και να προβεί σε επιλογές ενάντια στο επικρατούν ρεύμα. Τότε προς τι, κατά βάθος, η Πίστη; Γιατί να ζούμε σύμφωνα με την Πίστη; Για να αυξήσουμε την αγάπη. Ακολουθώ το δρόμο της Πίστης, είναι, λοιπόν, η αφοσίωση σε αυτό που ο Ιησούς δίνει και φανερώνει, σε αυτό που ήρθε να αποκαλύψει: την αγάπη του Θεού. Είναι ακριβώς γι΄αυτό που χθες, όπως και σήμερα, παραμένει ευχής έργο να πιστεύουμε και να πιστεύουμε στον Ιησού, τον Κύριο.

Είθε, η γλυκιά Παρθένα Μαρία, που αναγνώρισε ότι η Πίστη είναι δώρο του Θεού και ανταποκρίθηκε σε αυτό με έναν απαράμιλλο ενθουσιασμό, να είναι για τον καθένα και την καθεμιά από εμάς, μια ενθάρρυνση σε αυτό το προσκύνημα της Πίστης. Αμήν.

 

Mgr Bruno Lefevre Pontalis

Γενικός Βικάριος Αρχιεπισκοπής Παρισιού

 

Μετάφραση Πέτρου Ανδριώτη

Λουτράκι 22/5/2013

 

Related Articles

Κλήση: Αναγκαιότητα ή απαίτηση;

Από μια Διάλεξη του Καπουκίνου Πατρός Alessandro Carollo Στους εν Ελλάδι συναδέλφους Άγιοι Ανάργυροι Αττικής, 18 Φεβρουαρίου 2009 Μετάφραση από τα Ιταλικά: Πέτρου Ανδριώτη Λουτράκι 16-3-2009

Ο Ευαγγελισμός στην Εποχή της Εκκοσμίκευσης

του σεβάσμ. Ιωάννη Σπιτέρη Ο υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς; «Βρισκόμαστε σε μια εποχή βαθιάς εκκοσμίκευσης, εποχή η οποία έχασε την ικανότητα ακρόασης και κατανόησης του ευαγγελικού λόγου, ως […]