Πρόσφατα

Μικτή επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου: Το κείμενο της Ραβέννας [2007]

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑΙ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ

ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ,

ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΑ

Ραβέννα, 13 Οκτωβρίου 2007

Εισαγωγή

  1. «Ίνα πάντες έν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι σύ με απέστειλας» (Ιω. 17,21). Ευχαριστούμεν τῳ τριαδικῴ Θεῴ ο οποίος συνήγαγεν ημάς —μέλη της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής διά τον Θεολογικόν Διάλογον μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας— ούτως ώστε εν υπακοή να ανταποκριθώμεν από κοινού εις την προσευχήν ταύτην του Ιησού. Έχομεν συνείδησιν ότι ο ημέτερος διάλογος επανεκκινείται εντός ενός κόσμου δοκιμασθέντος υπό βαθειών μεταβολών κατά την πρόσφατον εποχήν. Αι διαδικασίαι της εκκοσμικεύσεως και της παγκοσμιοποιήσεως, καθώς και η πρόκλησις η οποία τίθεται υπό νεοφανών συναντήσεων μεταξύ Χριστιανών και ετεροθρήσκων, απαιτούσιν εκ νέου επειγόντως παρά των μαθητών του Χριστού όπως παράσχωσι μαρτυρίαν της πίστεως, αγάπης και ελπίδος αυτών. Είθε το Πνεύμα του Αναστάντος Κυρίου να ενδυναμώνῃ τας καρδίας και τας διανοίας ημών, ώστε να απολαύσωσι των καρπών της ενότητος εν τῃ σχέσει μεταξύ των ημετέρων Εκκλησιών και από κοινού να διακονήσωμεν την ενότητα και την ειρήνην της όλης ανθρωπίνης οικογενείας. Είθε το αυτόν Πνεύμα να μας οδηγῄ εις την πλήρη έκφρασιν του μυστηρίου της εκκλησιακής κοινωνίας, την οποίαν ευγνωμόνως αναγνωρίζομεν ως υπέροχον δώρον του Θεού προς τον κόσμον, μυστηρίου του οποίου το κάλλος ακτινοβολεί ιδίᾳ εν τη αγιότητι των αγίων, προς την οποίαν καλούμεθα πάντες.

  1. Κατόπιν του σχεδίου το οποίον υιοθετήθη κατά την πρώτην συνάντησίν της εν Ρόδῳ κατά το έτος 1980, η Μικτή Επιτροπή ήρξατο πραγματευομένη το μυστήριον της εκκλησιακής κοινωνίας υπό το φως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος και της Θείας Ευχαριστίας. Τούτο επέτρεψε μίαν βαθυτέραν κατανόησιν της εκκλησιακής κοινωνίας, τόσον επί του επιπέδου της τοπικής κοινωνίας περί τον επίσκοπον ταύτης, όσον και επί του επιπέδου των σχέσεων μεταξύ επισκόπων, ως και μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών, των οποίων έκαστος προΐσταται, εν κοινωνίᾳ μετά της Μιας Εκκλησίας του Θεού, της εκτεινομένης ανά τον κόσμον (Έγγραφον Μονάχου, 1982). Προκειμένου να διασαφηνίσῃ την φύσιν της κοινωνίας, η Μικτή Επιτροπή υπεγράμμισε την σχέσιν η οποία υφίσταται μεταξύ πίστεως, των μυστηρίων —ιδίᾳ των τριών μυστηρίων της μυήσεως εις την χριστιανικήν θρησκείαν— και της ενότητος της Εκκλησίας (ΈγγραφονBari, 1987). Μελετώσα, κατόπιν, το μυστήριον της ιερωσύνης εν τῃ μυστηριακῄ δομῄ της Εκκλησίας, η Επιτροπή επεσήμανε σαφώς τον ρόλον της αποστολικής διαδοχής ως εγγυήσεως της κοινωνίας της όλης Εκκλησίας και της συνεχείας Της μετά των Αποστόλων εν παντί καιρῴ και τόπῳ (Έγγραφον Valamo, 1988). Από του 1990 έως του 2000 το κύριον θέμα, το οποίον συνεζητήθη υπό της Επιτροπής, ήτο η Ουνία (Έγγραφα Βαλαμάνδης, 1993· Βαλτιμόρης, 2000), θέμα το οποίον θα εξετάσωμεν περαιτέρω εις το εγγύς μέλλον. Επί του παρόντος λαμβάνομεν το θέμα το οποίον είχε τεθεί εις το τέλος του Εγγράφου του Valamo και στοχαζόμεθα επί της εκκλησιακής κοινωνίας, της συνοδικότητος και της αυθεντίας.

  1. Επί τῃ βάσει των κοινών τούτων διαβεβαιώσεων της πίστεώς μας, δέον νυν έσεται όπως αρυσθώμεν τας εκκλησιολογικάς και κανονικάς συνεπείας τας απορρεούσας εκ της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εφόσον η Θεία Ευχαριστία, υπό το φως του Τριαδικού μυστηρίου, αποτελεί το κριτήριον συνόλου του εκκλησιακού βίου, πώς άραγε αι θεσμικαί δομαί αντανακλώσι κατά τρόπον ορατόν το μυστήριον της κοινωνίαςταύτης; Εφόσον η μία και αγία Εκκλησία πραγματούται τόσον εντός εκάστης τοπικής Εκκλησίας τελούσης την Ευχαριστίαν και ταυτοχρόνως εν τῃ κοινωνίᾳ πασών των Εκκλησιών, πώς άραγε εκδηλούται εν τῳ των Εκκλησιών βίῳ η μυστηριακή αύτη διάρθρωσις;

  1. Ενότης και πολλότης, η σχέσις μεταξύ της μιας Εκκλησίας και των πολλών κατά τόπους Εκκλησιών, η συστατική αύτη σχέσις της Εκκλησίας, θέτει επίσης το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ της αυθεντίας, η οποία είναι εγγενής εν εκάστῳ εκκλησιακῴ θεσμῴ, και της συνοδικότητος, η οποία απορρέει εκ του μυστηρίου της Εκκλησίας ως κοινωνίας. Δεδομένου ότι οι όροι «αυθεντία» και «συνοδικότης» καλύπτουν λίαν ευρύ φάσμα, αρξόμεθα ορίζοντες τον τρόπον κατά τον οποίον αντιλαμβανόμεθα τούτους1.

i. Τα Θεμέλια της Συνοδικότητος και της Αυθεντίας

1. Συνοδικότης

  1. Ο όρος συνοδικότης προέρχεται εκ της λέξεως σύνοδος (λατινιστί concilium), η οποία πρωτίστως δηλώνει σύναξιν επισκόπων ασκούντων ιδιαιτέραν ευθύνην. Είναι, ωστόσον, δυνατόν, να εκληφθῄ ο όρος εν ευρυτέρᾳ εννοίᾳ ως αναφερόμενος εις πάντα τα μέλη της Εκκλησίας (πρβλ. τον ρωσικόν όρον sobornost). Επομένως, θα ομιλήσωμεν εν πρώτοις περί της συνοδικότητος ως σημαινούσης ότι έκαστον μέλος του Σώματος του Χριστού, δυνάμει του Βαπτίσματος, έχει την θέσιν του/της και ιδίαν ευθύνην εν τη ευχαριστιακῄ κοινωνίᾳ (λατινιστί communio). Η συνοδικότης αντανακλά το Τριαδικόν μυστήριον και ευρίσκει ώδε την τελικήν της θεμελίωσιν. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος «αριθμούνται», όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος (Περί του Αγίου Πνεύματος, [Migne 32,] 45), άνευ ουδεμιάς υποδηλώσεως μειώσεως ή υπαγωγής ως εκ του προσδιορισμού των Προσώπων ως «δευτέρου» ή «τρίτου». Ομοίως, υφίσταται επίσης μίατάξις μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών, η οποία, παρά ταύτα, δεν υπονοεί ανισότητα εν τῃ εκκλησιακῄ τούτων φύσει.

  1. Η Ευχαριστία αποτελεί φανέρωσιν της τριαδικής κοινωνίας πραγματουμένης εν τοις πιστοίς ως εν οργανικῄ κοινότητι πολλών μελών, έκαστον των οποίων έχει έν χάρισμα, μίαν υπηρεσίαν ή ιδίαν διακονίαν, τούτων όντων αναγκαίων εν τη ποικιλίᾳ και πολυμορφίᾳ αυτών εις διάπλασιν πάντων εντός του ενός εκκλησιακού Σώματος του Χριστού (πρβλ. Προς Κορ. Α΄ 12, 4-30). Πάντες καλούνται, ενεργοποιούνται και θεωρούνται δίδοντες λόγον —έκαστος κατά διαφορετικόν, καίτοι ουκ ολιγώτερον πραγματικόν τρόπον— εν τῃ από κοινού εκπληρώσει των ενεργημάτων τα οποία, διά του Αγίου Πνεύματος, καθιστώσι παρούσαν εν τῃ Εκκλησίᾳ την διακονίαν του Χριστού, της οδού και της αληθείας και της ζωής (Ιω. 14,6). Τοιουτοτρόπως πραγματούται εν τῃ ανθρωπότητι το μυστήριον της σωτηρίου κοινωνίας μετά της Αγίας Τριάδος.

  1. Η όλη κοινότης και έκαστον πρόσωπον εν αυτῄ εισι φορείς της «εκκλησιαστικής συνειδήσεως», ως αύτη καλείται εν τῃ ελληνικῄ Θεολογία, του sensus fidelium, κατά την λατινικήν ορολογίαν. Δυνάμει του Βαπτίσματος και του Χρίσματος έκαστον μέλος της Εκκλησίας ασκεί μίαν μορφήν αυθεντίας εν τῳ Σώματι του Χριστού. Υπό την έννοιαν ταύτην, πάντες οι πιστοί (και ουχί μόνον οι επίσκοποι) είναι υπεύθυνοι διά την πίστιν η οποία διακηρύσσεται κατά το Βάπτισμά των. Είναι κοινή ημών διδασκαλία ότι ο λαός του Θεού, δεχθείς «το χρίσμα […] από του αγίου» (Ιω. Α΄ 2,20 και 27), εν κοινωνίᾳ μετά των ποιμένων του, ου δύναται πλανηθήναι εν ζητήμασι πίστεως (πρβλ. Ιω. 16,13).

  1. Διακηρύσσοντες την πίστιν της Εκκλησίας και διασαφούντες τους κανόνας της χριστιανικής αγωγής, οι επίσκοποι έχουσιν συγκεκριμένον καθήκον θεσμοποιημένον παρά Θεού. «Ως διάδοχοι των Αποστόλων οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι διά την κοινωνίαν εν τῃ αποστολικῄ πίστει και διά την πιστότητα προς τας απαιτήσεις ενός βίου εν αρμονίᾳ προς το Ευαγγέλιον» (Έγγραφον Valamo, αριθ. 40).

  1. Αι σύνοδοι είναι ο κύριος τρόπος διά του οποίου ασκείται η κοινωνία μεταξύ των επισκόπων (πρβλ. Έγγραφον Valamo, αριθ. 52). Διότι «η προσήλωσις εις την αποστολικήν κοινωνίαν συνδέει πάντας τους επισκόπους συνδέουσα την ἐπισκοπήν των κατά τόπους Εκκλησιών προς το Σώμα των Αποστόλων. Ούτοι συγκροτούν επίσης έν σώμα ερριζωμένον υπό του Πνεύματος επί του χαρακτήρος “άπαξ διά παντός” της αποστολικής ομάδος, μοναδικού μάρτυρος της πίστεως. Τούτο σημαίνει ου μόνον ότι θα ώφειλον να είναι ῃνωμένοι μεταξύ των εν τῃ πίστει, τῃ φιλανθρωπίᾳ, τῃ αποστολῄ, τῃ καταλλαγῄ, αλλ’ ότι έχουσι κοινήν την αυτήν ευθύνην και την αυτήν διακονίαν προς την Εκκλησίαν» (Έγγραφον Μονάχου, ΙΙΙ,4).

  1. Η συνοδική διάστασις του βίου της Εκκλησίας ανήκει εις την εις βάθος εδραιωμένην φύσιν ταύτης. Τουτέστιν, θεμελιούται εν τῃ θελήσει του Χριστού διά τον λαόν Του (πρβλ. Ματθ. 18,15-20), ακόμη και εάν αι κανονικαί αυτής πραγματώσεις καθορίζονται επίσης κατ’ ανάγκην υπό της ιστορίας και υπό του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Ούτω οριζομένη, η συνοδική διάστασις της Εκκλησίας είναι δυνατόν να ευρεθῄ επί των τριών επιπέδων εκκλησιακής κοινωνίας, του τοπικού, του περιφερειακού και του καθολικού: επί του τοπικού επιπέδου της επισκοπής, της ανατιθεμένης τῳ επισκόπῳ· επί του περιφερειακού επιπέδου ομάδος τοπικών Εκκλησιών μετά των επισκόπων των οίτινες αναγνωρίζουσι τίς εστι ο πρώτος μεταξύ αυτών (Αποστολικός Κανών 34)· και επί του καθολικού επιπέδου, εκεί όπου οι πρώτοι εν εκάστῃ περιφερείᾳ, ομού μετά πάντων των επισκόπων, συνεργάζονται εν ῴ αφορᾴ εις το σύνολον της Εκκλησίας. Επί του επιπέδου τούτου επίσης, οι πρώτοι δέον όπως αναγνωρίζωσι τίς εστι ο πρώτος μεταξύ αυτών.

  1. Η Εκκλησία υφίσταται εν πολλοίς και διαφορετικοίς τόποις, κάτι το οποίον αποτελεί φανέρωσιν της καθολικότητός της. Ούσα «καθολική», είναι οργανισμός ζων, Σώμα Χριστού. Εκάστη τοπική Εκκλησία, όταν τελῄ εν κοινωνίᾳ μετά των λοιπών τοπικών Εκκλησιών, αποτελεί έκφανσιν της μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας του Θεού. Επομένως, η ιδιότης ταύτης ως «καθολικής» σημαίνει ότι ευρίσκεται εν κοινωνίᾳ μετά της μιας Εκκλησίας εν παντί καιρῴ και τόπῳ. Διά τούτο η λύσις της ευχαριστιακής κοινωνίας σημαίνει τραυματισμόν ενός εκ των ουσιωδεστέρων χαρακτηριστικών της Εκκλησίας, ήτοι της καθολικότητος Ταύτης.

2. Αυθεντία

  1. Ότε ομιλούμεν περί αυθεντίας, αναφερόμεθα εις την εξουσίαν, ως αύτη περιγράφεται εν τῃ Καινῄ Διαθήκῃ. Η αυθεντία της Εκκλησίας πηγάζει παρά Κυρίου και παρά της Κεφαλής Ταύτης, του Ιησού Χριστού. Λαβών την αυθεντίαν Του παρά Θεού του Πατρός, ο Χριστός, κατόπιν της Αναστάσεώς Του, την εμοιράσθη, διά Πνεύματος Αγίου, μετά των Αποστόλων (πρβλ. Ιω. 20,22). Διά των Αποστόλων μετεβιβάσθη εις τους επισκόπους, ως διαδόχους εκείνων, και δι’ αυτών εις άπασαν την Εκκλησίαν. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήσκησε την αυθεντίαν ταύτην κατά ποικίλους τρόπους, εν τοις οποίοις, μέχρι της εσχατολογικής πληρώσεώς της (πρβλ. Προς Κορ. Α΄ 15,24-28), η Βασιλεία του Θεού φανερούται εις τον κόσμον: διά της διδαχής (πρβλ. Ματθ. 5,2· Λουκ. 5,3), διά της επιτελέσεως θαυμάτων (πρβλ. Μάρκ. 1,30-34· Ματθ. 14.35-36), διά της εκδιώξεως ακαθάρτων πνευμάτων (πρβλ. Μάρκ. 1,27· Λουκ. 4,35-36), διά της αφέσεως αμαρτιών (πρβλ. Μάρκ. 2,10· Λουκ. 5,24) και διά της καθοδηγήσεως των μαθητών Του εις τας οδούς της σωτηρίας (πρβλ. Ματθ. 16,24). Συμφώνως προς την εντολήν την ληφθείσαν παρά Χριστού (πρβλ. Ματθ. 28.18-20), η άσκησις της αυθεντίας της προσιδιαζούσης τοις Αποστόλοις και ακολούθως τοις επισκόποις περιλαμβάνει την διακήρυξιν και την διδασκαλίαν του Ευαγγελίου, την αγιοποίησιν μέσω των μυστηρίων, ιδίως της Θείας Ευχαριστίας, και την ποιμενικήν καθοδήγησιν των πιστών (πρβλ. Λουκ. 10,16).

  1. Η αυθεντία εν τῃ Εκκλησίᾳ ανήκει εις Αυτόν τον Ιησούν Χριστόν , την μίαν Κεφαλήν της Εκκλησίας (πρβλ. Προς Εφεσ. 1,22· 5,23). Διά του Αγίου Του Πνεύματος, η Εκκλησία ως σώμα Του μετέχει της αυθεντίας Του (πρβλ. Ιω. 20,22-23). Η αυθεντία εν τῃ Εκκλησίᾳ έχει ως στόχον της το συναγαγείν το σύνολον της ανθρωπότητος προς Ιησούν Χριστόν (πρβλ. Προς Εφεσ. 1,10· Ιω. 11,52). Η αυθεντία, συνδεομένη μετά της χάριτος της λαμβανομένης κατά την χειροτονίαν, δεν είναι ιδιωτικόν κτήμα εκείνων οι οποίοι την λαμβάνουν ουδέ τι ανατιθέμενον παρά της κοινότητος, αλλά μάλλον δώρον Πνεύματος Αγίου προωρισμένον διά την διακονίαν της κοινότητος και ουδέποτε ασκούμενον εκτός ταύτης. Η άσκησις τούτου συμπεριλαμβάνει την συμμετοχήν του συνόλου της κοινότητος, του επισκόπου όντος εν τῃ Εκκλησίᾳ και της Εκκλησίας ούσης εν τῳ επισκόπῳ (πρβλ. Αγ. Κυπριανού Επ. 66,8).

  1. Η άσκησις της αυθεντίας της πληρουμένης εν τῃ Εκκλησίᾳ εν ονόματι του Χριστού και διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος δέον όπως αποτελῄ, εν πάσαις ταις μορφαίς ταύτης και επί πάντων των επιπέδων, μίαν διακονίαν αγάπης, ως ήτο η του Χριστού (πρβλ. Μάρκ. 10,45· Ιω. 13, 1-16). Η αυθεντία περί της οποίας ομιλούμεν, εφόσον εκφράζει την θεϊκήν αυθεντίαν, δεν είναι δυνατόν να υφίσταται εν τῃ Εκκλησίᾳ ειμή μόνον εν τῃ αγάπῃ μεταξύ του ενός ο οποίος ασκεί ταύτην και εκείνων οι οποίοι υπόκεινται αυτῄ. Ως εκ τούτου, είναι αυθεντία άνευ κυριαρχίας, άνευ σωματικού ή ηθικού εξαναγκασμού. Εφόσον είναι μετοχή εις την εξουσίαν του Σταυρωθέντος και Εγερθέντος Κυρίου, ῳ εδόθη πάσα εξουσία εν ουρανῴ και επί γης (πρβλ. Ματθ. 28,18), δύναται και δέον όπως ζητῄ υπακοήν. Ταυτοχρόνως, λόγῳ της Ενανθρωπήσεως και του Σταυρού, είναι ριζικώς διάφορος εκείνης των βασιλέων των εθνών και των εξουσιαζόντων του κόσμου τούτου (πρβλ. Λουκ. 22,25-27). Ενῴ δε η αυθεντία αύτη επαφίεται ανθρώποις οι οποίοι, λόγῳ αδυναμίας και αμαρτίας, συχνάκις αντιμετωπίζουσι τον πειρασμόν να καταχραστούν ταύτης, παρά ταύτα, εξ αυτής ταύτης της φύσεώς της η ευαγγελική ταύτισις αυθεντίας και διακονίας συνιστά θεμελιώδη κανόνα διά την Εκκλησίαν. Διά τους Χριστιανούς, το άρχειν εστί διακονείν. Ως εκ τούτου, η άσκησις και η πνευματική επενέργεια της εκκλησιακής αυθεντίας διασφαλίζονται μέσῳ της ελευθέρας συναινέσεως και αυτοβούλου συνεργασίας. Επί προσωπικού επιπέδου, τούτο μεταφράζεται ως υπακοή προς την αυθεντίαν της Εκκλησίας προκειμένου να ακολουθήσωμε τον Χριστόν, ο οποίος εν αγάπῃ εγένετο υπήκοος Πατρί μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού (πρβλ. Προς Φιλ. 2,8).

  1. Η αυθεντία εντός της Εκκλησίας θεμελιούται επί του Λόγου του Θεού, παρόντος και ζώντος εν τῃ κοινότητι των μαθητών. Η Αγία Γραφή είναι ο αποκαλυφθείς Λόγος Θεού, ώσπερ η Εκκλησία, διά Πνεύματος Αγίου παρόντος και ενεργούντος εν αυτῄ, έχει διακρίνει τούτον εν τῃ ζώσῃ Παραδόσει ην παρέλαβε παρά των Αποστόλων. Εν τῃ καρδίᾳ της Παραδόσεως ταύτης ευρίσκεται η Θεία Ευχαριστία (πρβλ. Προς Κορ. Α΄10,16-17· 11,23-26). Η αυθεντία της Αγίας Γραφής απορρέει εκ του γεγονότος ότι είναι ο Λόγος Θεού, ο οποίος, αναγιγνωσκόμενος εν τῃ Εκκλησίᾳ και υπό της Εκκλησίας, μεταβιβάζει το Ευαγγέλιον της σωτηρίας. Διά της Αγίας Γραφής, ο Χριστός απευθύνεται προς την συναγομένην κοινότητα και προς την καρδίαν εκάστου πιστού. Η Εκκλησία, διά του Αγίου Πνεύματος παρόντος εν Αυτῄ, αυθεντικώς ερμηνεύει τας Γραφάς, ανταποκρινομένη εις τας ανάγκας των καιρών και των τόπων. Το πάγιον έθος των Συνόδων όπως ενθρονίζωσι τα Ευαγγέλια εν τῳ μέσῳ της συνάξεως αυτών μαρτυρεί τόσον την παρουσίαν του Χριστού εν τῳ Λόγῳ Αυτού, ο Οποίος είναι το αναγκαίον σημείον αναφοράς διά πάσας τας συζητήσεις και τας αποφάσεις των, και ταυτοχρόνως βεβαιοί την αυθεντίαν της Εκκλησίας όπως ερμηνεύῃ τον Λόγον τούτον του Θεού.

  1. Εν τῃ θείᾳ Αυτού Οικονομίᾳ, ο Θεός βούλεται όπως η Εκκλησία Του έχῃ δομήν προσανατολιζομένην προς την σωτηρίαν. Εις την ουσιώδη ταύτην δομήν ανήκουσιν η διακηρυσσομένη πίστις και τα τελούμενα μυστήρια εν τῃ αποστολικῄ διαδοχῄ. Η αυθεντία εν τῃ εκκλησιακῄ κοινωνίᾳ συνδέεται προς ταύτην την ουσιώδη διάρθρωσιν: η άσκησις ταύτης ρυθμίζεται υπό των κανόνων και διαταγμάτων της Εκκλησίας. Ωρισμένοι εκ των κανονισμών τούτων είναι δυνατόν να εφαρμόζωνται διαφοροτρόπως συμφώνως προς τας ανάγκας της εκκλησιακής κοινωνίας καθ’ έκαστον χρόνον και τόπον, υπό την προϋπόθεσιν ότι η ουσιώδης διάρθρωσις της Εκκλησίας παραμένει πάντοτε σεβαστή. Τοιουτοτρόπως, ώσπερ η εν τοις μυστηρίοις κοινωνία προϋποθέτει κοινωνίαν εν τῃ αυτῄ πίστει (πρβλ. Έγγραφον Bari, αριθ. 29-33), ούτω και, ίνα υπάρξῃ πλήρης εκκλησιακή κοινωνία, δέον όπως υπάρξῃ επίσης, μεταξύ των Εκκλησιών μας, αμοιβαία αναγνώρισις των κανονικών νομοθετημάτων εν ταις θεμιταίς τούτων ποικιλομορφίαις.

ii. Η τρίτυπος πραγμάτωσις Συνοδικότητος και Αυθεντίας

  1. Επισημάναντες την θεμελίωσιν συνοδικότητος και αυθεντίας εν τῃ Εκκλησίᾳ και σημειώσαντες την πολυπλοκότητα του περιεχομένου των όρων τούτων, νυν δέον όπως απαντήσωμεν εις τα εξής ερωτήματα: Πώς τα θεσμικά στοιχεία της Εκκλησίας εκφράζουσι κατά τρόπον ορατόν και διακονούσι το μυστήριον της κοινωνίας; Πώς αι κανονικαί δομαί των Εκκλησιών εκφράζουσι τον μυστηριακόν αυτών βίον; Προς τον σκοπόν τούτον διεκρίναμε τρία επίπεδα εκκλησιακών θεσμών: της τοπικής Εκκλησίας περί τον επίσκοπόν Της· της περιφερείας περιλαμβανούσης πλείονας γειτνιαζούσας κατά τόπους Εκκλησίας· και της όλης οικουμένης περιλαμβανούσης πάσας τας κατά τόπους Εκκλησίας.

1. Τοπικόν επίπεδον

  1. Η Εκκλησία του Θεού υπάρχει όπου υπάρχει κοινότης συνηγμένη εν τῃ Ευχαριστίᾳ, προεξάρχοντος, είτε αμέσως είτε μέσῳ των πρεσβυτέρων του, επισκόπου νομίμως χειροτονηθέντος εν τῃ αποστολικῄ διαδοχῄ, διδάσκοντος την πίστιν την παραληφθείσαν παρά των Αποστόλων, εν κοινωνίᾳ μετά των λοιπών επισκόπων και των Εκκλησιών των. Καρπός της Ευχαριστίας ταύτης και της διακονίας είναι η σύναξις πάντων όσοι έχουν λάβει Πνεύμα Χριστού εν τῳ Βαπτίσματι εις μίαν αυθεντικήν κοινωνίαν πίστεως, προσευχής, αποστολής, αδελφικής αγάπης και αλληλοβοηθείας. Η κοινωνία αύτη είναι το πλαίσιον εντός του οποίου ασκείται πάσα εκκλησιακή αυθεντία. Η κοινωνία αποτελεί το κριτήριον διά την άσκησιν ταύτης.

  1. Εκάστη τοπική Εκκλησία έχει ως αποστολήν Της να είναι, χάριτι Θεού, τόπος όπου υπηρετείται και τιμάται ο Θεός, αγγέλλεται το Ευαγγέλιον, τελούνται τα μυστήρια, αγωνίζονται οι πιστοί, όπως καταστήσωσι την αθλιότητα του κόσμου ελαφροτέραν, και έκαστος πιστός δύναται να εύρῃ την σωτηρίαν. Είναι το φως του κόσμου (πρβλ. Ματθ. 5,14-16), η ζύμη (πρβλ. Ματθ. 13,33), το άγιον και βασίλειον ιεράτευμα του Θεού (πρβλ.Πέτρου Α΄ 2,5 και 9). Οι κανονικοί τύποι οι οποίοι διέπουσι ταύτην αποσκοπούν εις την διασφάλισιν της αποστολής ταύτης.

  1. Δυνάμει αυτού τούτου του Βαπτίσματος, το οποίον τον/την κατέστησεν μέλος του Χριστού, έκαστον βεβαπτισμένον πρόσωπον καλείται, συμφώνως προς τα δώρα παρά του ενός Αγίου Πνεύματος, όπως διακονήσῃ εντός της κοινότητος (πρβλ. Προς Κορ. Α΄12,4-27). Τοιουτοτρόπως, μέσῳ της κοινωνίας, διά της οποίας πάντα τα μέλη τελούσιν εν διακονίᾳ προς άλληλα, η τοπική Εκκλησία εμφαίνεται ήδη «συνοδική» [synodal ήconciliar εν τῳ αγγλικῴ πρωτοτύπῳ, Σ.τ.Μ.] εν τῃ δομῄ της. Η «συνοδικότης» αύτη δεν δεικνύει εαυτήν μόνον εν ταις σχέσεσι αλληλεγγύης, αμοιβαίας βοηθείας και συμπληρωματικότητος μεταξύ των ποικίλων διατεταγμένων διακονιών. Το πρεσβυτέριον είναι βεβαίως το συμβούλιον του επισκόπου (πρβλ. Αγ. Ιγνατίου Αντιοχείας Προς Τραλλιείς, 3) και ο διάκονος είναι η «δεξιά» του (Διδασκαλία Αποστόλων, 2,28,6), ώστε, συμφώνως προς την σύστασιν του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, πάντα δέον όπως γίγνωνται εν συνεργασίᾳ (πρβλ. Προς Εφεσίους, 6). Ωστόσον, η συνοδικότης εμπερικλείει επίσης πάντα τα μέλη της κοινότητος εν υπακοῄ προς τον επίσκοπον, ως πρώτον και κεφαλήν της τοπικής Εκκλησίας, ώσπερ απαιτείται υπό της εκκλησιακής κοινωνίας. Συμφώνως προς τας παραδόσεις Ανατολής και Δύσεως, η ενεργός συμμετοχή των λαϊκών, ανδρών και γυναικών, μοναχών και ιερωμένων, πραγματούται εν τῃ επισκοπῄ και εν τῃ ενορίᾳ διά πλειόνων μορφών υπηρεσίας και αποστολής.

  1. Τα χαρίσματα των μελών της κοινότητος εκπορεύονται εκ του ενός Αγίου Πνεύματος και αποσκοπούσιν εις το καλόν πάντων. Το γεγονός τούτο ρίπτει φως τόσον επί των απαιτήσεων όσον και επί των ορίων της αυθεντίας ενός εκάστου εν τῃ Εκκλησίᾳ. Ου δέον εστιν όπως παρατηρήται ουδέ αδρανοποίησις ουδέ υποκατάστασις των λειτουργιών ουδέ παραμέλησις ουδέ κυριαρχία υφ’ οιουδήποτε εις βάρος οιουδήποτε ετέρου. Πάντα τα χαρίσματα και αι διακονίαι εν τῃ Εκκλησίᾳ συγκλίνουσιν εν ενότητι υπό την διακονίαν του επισκόπου, ο οποίος υπηρετεί την κοινωνίαν της τοπικής Εκκλησίας. Πάντες καλούνται εις ανακαινισμόν υπό Πνεύματος Αγίου εν τοις Μυστηρίοις και εις απάντησιν εν μετανοίᾳ αδιαλείπτῳ, προς διασφάλισιν της μεταξύ των κοινωνίας εν αληθείᾳ και φιλανθρωπίᾳ.

2. Περιφερειακόν επίπεδον

  1. Εφόσον η Εκκλησία αποκαλύπτεται ως καθολική εν τῃ συνάξει της τοπικής Εκκλησίας, η καθολικότης αύτη δέον όπως αληθώς φανερώται εν κοινωνίᾳ προς τας λοιπάς Εκκλησίας αι οποίαι ομολογούσι την αυτήν αποστολικήν πίστιν και μετέχουν της αυτής βασικής εκκλησιακής διαρθρώσεως, αρχής γιγνομένης εκ των εγγύς όντων δυνάμει της ευθύνης αυτών διά την αποστολήν εν τῃ ιδίᾳ αυτών περιφερείᾳ (πρβλ. Έγγραφον Μονάχου, ΙΙΙ, 3, και Έγγραφον Valamo, αριθ. 52 και 53). Η κοινωνία μεταξύ Εκκλησιών εκφράζεται εν τῃ χειροτονίᾳ των επισκόπων. Η χειροτονία αύτη επιτελείται συμφώνως προς την κανονικήν τάξιν υπό τριών ή πλειόνων επισκόπων ή δύο κατ’ ελάχιστον (πρβλ. 4ον Κανόνα 1ης Συν. Νικαίας), οι οποίοι ενεργούσιν εξ ονόματος του επισκοπικού σώματος και του λαού του Θεού, παραλαβόντες αυτοί ούτοι την διακονίαν εαυτών παρά του Αγίου Πνεύματος διά της επιθέσεως των χειρών εν τη αποστολικῄ διαδοχῄ. Ότε τούτο πληρούται συμφώνως προς τους κανόνας, διασφαλίζονται η μεταξύ Εκκλησιών κοινωνία εν τῃ αληθεί πίστει, τα μυστήρια, ο εκκλησιακός βίος, ως και η ζώσα κοινωνία μετά των προηγηθεισών γενεών.

  1. Τοιαύτη δραστική κοινωνία μεταξύ πολυαρίθμων κατά τόπους Εκκλησιών, εκάστης εκ τούτων ούσης της Καθολικής Εκκλησίας εν τῳ ιδίῳ αυτής τόπῳ, έχει εκφρασθεί υφ’ ωρισμένων πρακτικών: της συμμετοχής επισκόπων γειτνιαζουσών επισκοπών εις την χειροτονίαν επισκόπου τοπικής Εκκλησίας· της προσκλήσεως προς επίσκοπον εξ ετέρας Εκκλησίας όπως συλλειτουργήσῃ εν τῃ συνάξει τοπικής Εκκλησίας· της υποδοχής πιστών εξ εκείνων των ετέρων Εκκλησιών, όπως μετάσχωσι της ευχαριστιακής τραπέζης· της ανταλλαγής επιστολών εφ’ εκάστῃ χειροτονίᾳ· και της παροχής υλικής βοηθείας.

  1. Είς κανών αποδεδεγμένος εν Ανατολῄ ως και εν Δύσει εκφράζει την σχέσιν μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών μιας περιφερείας: Οι επίσκοποι εκάστης επαρχίας (έθνουςδέον όπως αναγνωρίζωσι τον ένα, ο οποίος είναι ο πρώτος μεταξύ αυτών, και να θεωρώσι τούτον κεφαλήν αυτών και να μη πράττωσιν ουδέν άνευ της συμφώνου γνώμης εκείνου· εκάστῳ επισκόπῳ έξεστι ποιείν μόνον εκείνο ό αφορᾴ εις την ιδίαν αυτού επισκοπήν(παροικίαν) και εις τα υπαγόμενα εις ταύτην εδάφη. Όμως ο πρώτος ου δύναται ποιείν ουδέν άνευ της συμφώνου γνώμης πάντων. Ούτω η ομόνοια κρατήσει και ο Θεός δοξασθήσεται διά του Κυρίου εν τῳ Αγίῳ Πνεύματι (Αποστολικός Κανών 34).

  1. Ο τύπος ούτος, ο οποίος επανεμφανίζεται εν πολλαίς μορφαίς εν τῃ κανονικῄ παραδόσει, ισχύει διά πάσας τας σχέσεις μεταξύ των επισκόπων μιας περιφερείας είτε εκείνων μιας επαρχίας είτε μητροπόλεως ή πατριαρχείου. Η πρακτική τούτου εφαρμογή είναι δυνατόν να ευρεθῄ εν ταις συνόδοις ή τοις συμβουλίοις μιας επαρχίας, μιας περιφερείας ή ενός πατριαρχείου. Το γεγονός ότι η σύνθεσις μιας περιφερειακής συνόδου είναι πάντοτε κατ’ ουσίαν επισκοπική, ακόμη και όταν περιλαμβάνῃ και έτερα μέλη της Εκκλησίας, αποκαλύπτει την φύσιν της συνοδικής αυθεντίας. Μόνον οι επίσκοποι έχουσι φωνήν εν ταις διαβουλεύσεσι. Η αυθεντία μιας συνόδου βασίζεται επί της φύσεως αυτής ταύτης της επισκοπικής διακονίας και δηλοί την συναδελφικήν φύσιν της επισκοπείας εις την υπηρεσίαν της κοινωνίας των Εκκλησιών.

  1. Μία σύνοδος (ή συμβούλιον) υπονοεί εν εαυτῄ (ή εν εαυτῴ) την μετοχήν πάντων των επισκόπων μιας περιφερείας. Διέπεται υπό της αρχής της ομοφωνίας και ομονοίας, η οποία σημαίνεται υπό της ευχαριστιακής συλλειτουργίας, ως υπονοείται υπό της καταληκτικής δοξολογίας του προαναφερθέντος Αποστολικού Κανόνος 34. Ωστόσον, γεγονός παραμένει ότι έκαστος επίσκοπος εν τῃ ποιμαντικῄ του μερίμνῃ είναι κριτής και υπόλογος ενώπιον Θεού διά τας υποθέσεις της ιδίας αυτού επισκοπής (πρβλ. Κυπριανού Επ. 55,21)· τοιουτοτρόπως καθίσταται θεματοφύλαξ της καθολικότητος της ιδίας αυτού τοπικής Εκκλησίας και δέον όπως προσέχῃ αεί εις την προαγωγήν της καθολικής κοινωνίας μετά των λοιπών Εκκλησιών.

  1. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι μία περιφερειακή σύνοδος ή συμβούλιον ουδεμίαν έχει αυθεντίαν εφ’ ετέρων εκκλησιαστικών περιφερειών. Ωστόσον, η ανταλλαγή πληροφοριών και αι διαβουλεύσεις μεταξύ αντιπροσώπων πολλών συνόδων είναι φανέρωσις της καθολικότητος, ως και εκείνης της αδελφικής αμοιβαίας βοηθείας και φιλανθρωπίας, η οποία δέον θα ήτο όπως αποτελῄ τον κανόνα μεταξύ πασών των τοπικών Εκκλησιών, προς το μείζον κοινόν καλόν. Έκαστος επίσκοπος είναι υπεύθυνος διά την όλην Εκκλησίαν ομού μετά πάντων των συναδέλφων αυτού εν μιᾴ και τῃ αυτῄ αποστολικῄ εντολῄ.

  1. Ούτω πολλαί εκκλησιαστικαί επαρχίαι προβεβήκασιν εις ενδυνάμωσιν των δεσμών της κοινής αυτών ευθύνης. Ούτος ήτο είς εκ των παραγόντων οι οποίοι ωδήγησαν εις την εμφάνισιν πατριαρχείων εν τῃ ιστορίᾳ των ημετέρων Εκκλησιών. Αι πατριαρχικαί σύνοδοι διέπονται υπό των αυτών εκκλησιολογικών αρχών και των αυτών κανονικών τύπων ως και αι επαρχιακαί σύνοδοι.

  1. Κατά τους επομένους αιώνας, τόσον εν τῃ Ανατολῄ όσον και εν τῃ Δύσει, ανεπτύχθησαν ωρισμένοι νέοι σχηματισμοί κοινωνίας μεταξύ τοπικών Εκκλησιών. Νέα πατριαρχεία και αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι ιδρύθησαν εν τῃ χριστιανικῄ Ανατολῄ, ενώ εν τῃ λατινικῄ Εκκλησίᾳ έχει προσφάτως αναδυθεί έν ιδιαίτερον σχήμα συγκεντρώσεως των επισκόπων, αι Επισκοπικαί Συνδιασκέψεις. Αύται δεν είναι, υπό εκκλησιολογικής επόψεως, απλώς διοικητικαί υποδιαιρέσεις: εκφράζουσι το πνεύμα της κοινωνίας εν τῃ Εκκλησίᾳ, ενώ ταυτοχρόνως σέβονται την ποικιλομορφίαν των ανθρωπίνων πολιτισμών.

  1. Εν τῃ πραγματικότητι, η περιφερειακή συνοδικότης, οιαδήποτε και εάν είναι η περιχαράκωσις και η κανονική ταύτης ρύθμισις, αποδεικνύει ότι η Εκκλησία του Θεού δεν είναι κοινωνία προσώπων ή τοπικών Εκκλησιών αποκεκομμένων εκ των ανθρωπίνων ριζών των. Ούσα κοινότης σωτηρίας, της σωτηρίας ταύτης ούσηςαποκαταστάσεως της κτίσεως (πρβλ. Αγ. Ειρηναίου, 1,36,1), εμπερικλείει το ανθρώπινον πρόσωπον εν παντί ό συνδέει τούτο προς την ανθρωπίνην πραγματικότητα την υπό Θεού κτισθείσαν. Η Εκκλησία δεν είναι απλώς μία συλλογή ατόμων, αλλ’ απαρτίζεται υπό κοινοτήτων μετά διαφόρων πολιτισμών, ιστοριών και κοινωνικών δομών.

  1. Εν τῃ συναθροίσει των τοπικών Εκκλησιών επί του περιφερειακού επιπέδου, η καθολικότης εμφανίζεται υπό το αληθές αυτής φως. Αποτελεί την έκφρασιν της παρουσίας της σωτηρίας ουκ εντός ενός αδιαφοροποιήτου σύμπαντος αλλ’ εν τῃ ανθρωπότητι ως ο Θεός εδημιούργησεν ταύτην και έρχεται προς σωτηρίαν ταύτης. Εν τῳ μυστηρίῳ της σωτηρίας, η ανθρωπίνη φύσις αναλαμβάνεται εν τῃ πληρότητι αυτής και ταυτοχρόνως θεραπεύεται εξ όσων η αμαρτία έχει εμφυσήσει εντός αυτής ως της αυταρκείας, της επάρσεως, της δυσπιστίας τοις πλησίον, της επιθετικότητος, του φθόνου, της πλεονεξίας, του ψεύδους και του μίσους. Η εκκλησιακή κοινωνία είναι το δώρον διά του οποίου συνάγεται άπασα η ανθρωπότης εν τω Πνεύματι του Αναστάντος Κυρίου. Η ενότης αύτη, δημιουργηθείσα υπό του Πνεύματος, μακράν του προσομοιούσθαι ομοιομορφίᾳ, απαιτεί και ως εκ τούτου διακρατεί —και, τρόπον τινά, προάγει— την ποικιλομορφίαν και την ιδιαιτερότητα.

3. Παγκόσμιον επίπεδον

  1. Εκάστη τοπική Εκκλησία τελεί εν κοινωνίᾳ ου μόνον μετά των γειτονικών Εκκλησιών, αλλά μετά του συνόλου των τοπικών Εκκλησιών, των νυν ουσών εν τῳ κόσμῳ, των γεγονυιών απ’ αρχής, των εσομένων εν τω μέλλοντι και της ήδη εν δόξῃ Εκκλησίας. Συμφώνως προς την θέλησιν του Χριστού, η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, η αυτή αεί και εν παντί τόπῳ. Αμφότεραι αι πλευραί ομολογούσιν εν τῳ Συμβόλῳ της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ότι η Εκκλησία είναι μία και καθολική. Η καθολικότης Αυτής εμπερικλείει ου μόνον την ποικιλομορφίαν των ανθρωπίνων κοινοτήτων αλλ’ επίσης την θεμελιώδη αυτών ενότητα.

  1. Είναι, επομένως, σαφές, ότι δέον όπως μία και η αυτή πίστις ομολογήται και βιώται εν απάσαις ταις τοπικαίς Εκκλησίαις, η αυτή μοναδική Ευχαριστία τελήται απανταχού, μία και η αυτή αποστολική διακονία επενεργῄ εν απάσαις ταις κοινότησι. Μία τοπική Εκκλησία ου δύναται αλλοιούν το Σύμβολον της Πίστεως, διατυπωθέν υπό των οικουμενικών Συνόδων, καίτοι η Εκκλησία θα ώφειλε διαρκώς «να δίδῃ καταλλήλους απαντήσεις εις νέα προβλήματα, απαντήσεις ερειδομένας επί των Γραφών και εν συμφωνίᾳ και ουσιώδει συνεχείᾳ μετά των προτέρων εκφράσεων δογμάτων» (ΈγγραφονBari, αριθ. 29). Επίσης, μία τοπική Εκκλησία ου δύναται διά μονομερούς αποφάσεως όπως μεταβάλῃ θεμελιώδες ζήτημα αφορών εις την μορφήν της διακονίας και ουδεμία τοπική Εκκλησία δύναται τελείν την Θείαν Ευχαριστίαν εν ηθελημένῳ χωρισμῴ από των λοιπών τοπικών Εκκλησιών άνευ σοβαρών επιπτώσεων επί της εκκλησιακής κοινωνίας. Εν πάσι τούτοις άπτεταί τις αυτού τούτου του δεσμού της κοινωνίας — και τοιουτοτρόπως, αυτού τούτου του εἶναι της Εκκλησίας.

  1. Δυνάμει της κοινωνίας ταύτης πάσαι αι Εκκλησίαι, μέσῳ κανόνων, ρυθμίζουσι πάντα όσα συνδέονται προς την Θείαν Ευχαριστίαν και τα Μυστήρια, την διακονίαν και την χειροτονίαν, την παράδοσιν και την διδασκαλίαν της πίστεως. Είναι σαφές, διατί ο χώρος ούτος χρήζει κανονικών θεσπισμάτων και πειθαρχικών τύπων.

  1. Κατά την εξέλιξιν της ιστορίας, ότε ανέκυπτον σοβαρά προβλήματα τα οποία επέδρων επί της καθολικής κοινωνίας και ομονοίας μεταξύ των Εκκλησιών —εν σχέσει είτε προς την αυθεντικήν ερμηνείαν της πίστεως είτε προς τας σχέσεις των μετά της όλης Εκκλησίας ή προς την κοινήν πειθαρχίαν την οποίαν απαιτεί η πιστότης προς το Ευαγγέλιον—, εγίγνετο προσφυγή εις τας Οικουμενικάς Συνόδους. Αι Σύνοδοι αύται ουκ ήσαν οικουμενικαί απλώς επειδή συνήθροιζον επί το αυτό επισκόπους πασών των περιφερειών και ιδίᾳ των πέντε μειζόνων επισκοπικών καθεδρών, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, συμφώνως προς την παλαιόθεν τάξιν. Τούτο ίσχυεν επίσης διότι αι πανηγυρικαί δογματικαί αποφάσεις τούτων και αι διατυπώσεις της κοινής πίστεως, ιδίως επί κρισίμων θεμάτων, είναι δεσμευτικαί διά πάσας τας Εκκλησίας και πάντας τους πιστούς, εν παντί τόπῳ και χρόνῳ. Δι’ ό και αι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων παραμένουσι κανονιστικαί.

  1. Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων δεικνύει ποία δέον όπως θεωρώνται τα ίδια τούτων χαρακτηριστικά. Το θέμα τούτο χρήζει περαιτέρω μελέτης εν τω μέλλοντι διαλόγῳ ημών, ληφθησομένης υπ’ όψιν της εξελίξεως των εκκλησιακών δομών κατά τους προσφάτους αιώνας έν τε τῃ Ανατολῄ και εν τῃ Δύσει.

  1. Η οικουμενικότης των αποφάσεων μιας Συνόδου αναγνωρίζεται μέσῳ μιας είτε μακροχρονίου είτε βραχυχρονίου διαδικασίας προσλήψεως, συμφώνως προς την οποίαν ο λαός του Θεού εν τῳ συνόλῳ αυτού —μέσῳ περισυλλογής, διακρίσεως, συζητήσεως και προσευχής— αναγνωρίζει εν ταύταις τας αποφάσεσι την μίαν αποστολικήν πίστιν των τοπικών Εκκλησιών, η οποία ήτο αεί η αυτή και της οποίας διδάσκαλοι και θεματοφύλακές εισιν οι επίσκοποι. Η διαδικασία προσλήψεως αύτη ερμηνεύεται διαφοροτρόπως εν τῃ Ανατολῄ και εν τῃ Δύσει, συμφώνως προς τας αντιστοίχους κανονικάς αυτών παραδόσεις.

  1. Η συνοδικότης [conciliarity ή synodality εν τῳ αγγλικῴ Σ.τ.Μ.] εμπερικλείει, επομένως, έτι πλείω ή τους συνηγμένους επισκόπους. Εμπεριέχει επίσης και τας Εκκλησίας αυτών. Οι πρώτοι είναι φορείς και εκφρασταί της πίστεως των δευτέρων. Αι αποφάσεις των επισκόπων δέον όπως προσλαμβάνωνται εν τῳ βίῳ των Εκκλησιών, ιδίᾳ εν τῳ λειτουργικῴ αυτών βίῳ. Εκάστη Οικουμενική Σύνοδος προσλαμβανομένη ως τοιαύτη, υπό την πλήρη και γνησίαν του όρου έννοιαν, είναι, ως εκ τούτου, έκφανσις της κοινωνίας της όλης Εκκλησίας και διακονία προς την κοινωνίαν ταύτην.

  1. Αντιθέτως προς τας επισκοπικάς και περιφερειακάς συνόδους, μία οικουμενική σύνοδος δεν αποτελεί “θεσμόν” του οποίου η συχνότης είναι δυνατόν να ρυθμίζηται υπό κανόνων· είναι μάλλον έν “γεγονός”, είς καιρός εμπνεόμενος υπό του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον οδηγεί την Εκκλησίαν, ώστε να γενεσιουργῄ εντός Ταύτης τους θεσμούς των οποίων χρήζει και οι οποίοι ανταποκρίνονται εις την φύσιν Αυτής. Η αρμονία αύτη μεταξύ της Εκκλησίας και των συνόδων είναι τόσον βαθεία, ώστε, ακόμη και κατόπιν του ρήγματος μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, το οποίον κατέστησεν αδύνατον την διεξαγωγήν οικουμενικών συνόδων εν τῃ αυστηρῄ εννοίᾳ του όρου, αμφότεραι αι Εκκλησίαι εξηκολούθησαν να συγκαλώσι συνόδους, οπόταν ανεφύοντο σοβαραί κρίσεις. Αι σύνοδοι αύται συνήγον τους επισκόπους τοπικών Εκκλησιών εν κοινωνίᾳ μετά της επισκοπής της Ρώμης ή, μολονότι νοουμένῃ κατά τρόπον διαφορετικόν, μετά της επισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, αντιστοίχως. Εν τῃ Ρωμαιοκαθολικῄ Εκκλησίᾳ ωρισμέναι εκ των συνόδων τούτων των διεξαχθεισών εν τῃ Δύσει εθεωρήθησαν οικουμενικαί. Η κατάστασις αύτη, η οποία ηνάγκασε αμφοτέρας τας πλευράς του Χριστιανισμού να συγκαλώσι συνόδους εν αντιστοιχίᾳ προς μίαν εκάστην αυτών, εξέθρεψε διαφωνίας αι οποίαι συνέβαλον εις την αμοιβαίαν αποξένωσιν. Δέον όπως επιζητηθῄ το μέσον το οποίον θα επιτρέψῃ την επανεγκαθίδρυσιν της οικουμενικής ομοφωνίας.

  1. Κατά την πρώτην χιλιετίαν, η παγκόσμιος κοινωνία των Εκκλησιών εν τῃ ομαλῄ διαδοχῄ των γεγονότων διετηρείτο μέσῳ αδελφικών σχέσεων μεταξύ των επισκόπων. Αι σχέσεις αύται, μεταξύ αυτών τούτων των επισκόπων, μεταξύ των επισκόπων και των αντιστοίχων πρώτων αυτών, καθώς επίσης και μεταξύ αυτών τούτων των πρώτωνκατά την κανονικήν τάξιν την μεμαρτυρημένην υπό της παλαιόθεν Εκκλησίας, εξέθρεψαν και εδραίωσαν την εκκλησιακήν κοινωνίαν. Η Ιστορία κατέγραψε τας διαβουλεύσεις, επιστολάς και εκκλήσεις προς μείζονας επισκοπικάς καθέδρας, ιδίᾳ δε προς την της Ρώμης, αι οποίαι εκφράζουσι ζωηρώς την αλληλεγγύην, την οποίαν δημιουργεί η κοινωνία. Κανονικαί διατάξεις, ως η συμπερίληψις των ονομάτων των επισκόπων των κυρίων καθεδρών εν τοις διπτύχοις και η κοινοποίησις της διακηρύξεως της πίστεως προς τους λοιπούς πατριάρχας επί τῃ εκλογῄ τούτων, αποτελούσι συγκεκριμένας εκφράσεις κοινωνίας.

  1. Αμφότεραι αι πλευραί συμφωνούσιν ότι η κανονική αύτη τάξις ανεγνωρίζετο υπό πάντων κατά την περίοδον της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Περαιτέρω, συμφωνούσιν ότι η Ρώμη, ως η Εκκλησία η οποία, κατά την έκφρασιν του Αγ. Ιγνατίου Αντιοχείας, «προκάθηται εν αγάπῃ» (Προς Ρωμ., Πρόλογος), κατείχε την πρώτην θέσιν εν τῃ τάξει και ότι ο επίσκοπος Ρώμης ήτο, ως εκ τούτου, ο πρώτος μεταξύ των πατριαρχών. Διαφωνούσι, παρά ταύτα, επί της ερμηνείας των ιστορικών στοιχείων εκ της περιόδου ταύτης, θεωρούσαι τας προνομίας του επισκόπου Ρώμης ως πρώτου ζήτημα ήδη διαφοροτρόπως κατανοηθέν κατά την πρώτην χιλιετίαν.

  1. Η συνοδικότης επί του παγκοσμίου επιπέδου, ασκουμένη υπό των οικουμενικών συνόδων, υπονοεί ενεργόν ρόλον του επισκόπου Ρώμης ως πρώτου των επισκόπων των μειζόνων καθεδρών, εν τῃ ομοφωνίᾳ των συναθροιζομένων επισκόπων. Καίτοι ο επίσκοπος Ρώμης ου συνεκάλεσε τας οικουμενικάς συνόδους των πρώτων χριστιανικών αιώνων και ουδέποτε προήδρευσε τούτων, ενεπλέκετο, παρά ταύτα, στενώς εν τῃ διαδικασίᾳ λήψεως αποφάσεων υπό των συνόδων.

  1. Το πρωτείον και η συνοδικότης αλληλεξαρτώνται εν αμοιβαιότητι. Δι’ ό το πρωτείον επί των διαφόρων επιπέδων του βίου της Εκκλησίας, τοπικής, περιφερειακής και παγκοσμίου, δέον όπως θεωρήται αεί εντός του περιβάλλοντος της συνοδικότητος, και η συνοδικότης ωσαύτως εντός του περιβάλλοντος του πρωτείου.

Εις ό αφορᾴ εις το πρωτείον επί των διαφόρων επιπέδων, επιθυμούμεν να βεβαιώσωμεν τα εξής σημεία:

1. Το πρωτείον επί πάντων των επιπέδων αποτελεί πρακτικήν στερρώς εδραιωμένην εν τῃ κανονικῄ παραδόσει της Εκκλησίας.

2. Καίτοι το γεγονός του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου είναι αποδεκτόν τόσον υπό Ανατολής όσον και υπό Δύσεως, υφίστανται διαφοραί κατανοήσεως ως προς τον τρόπον κατά τον οποίον δέον όπως ασκήται τούτο και επίσης ως προς τα Γραφικά και θεολογικά αυτού θεμέλια.

  1. Εν τῃ ιστορίᾳ της Ανατολής και της Δύσεως, τουλάχιστον μέχρι του ενάτου αιώνος, ανεγνωρίζετο, διά τον πρώτον ή την κεφαλήν, εφ’ ενός εκάστου των εγκαθιδρυμένων εκκλησιαστικών επιπέδων, μία σειρά προνομίων, πάντοτε εντός συμφραζομένων συνοδικότητος, αναλόγως προς τας συνθήκας των καιρών: τοπικώς, διά τον επίσκοπον ως πρώτον της επισκοπής του εν αναφορᾴ προς τους πρεσβυτέρους και το ποίμνιον αυτού· περιφερειακώς, διά τον πρώτον εκάστης μητροπόλεως εν αναφορᾴ προς τους επισκόπους της επαρχίας αυτού· διά τον πρώτον εκάστου των πέντε πατριαρχείων εν αναφορᾴ προς τους μητροπολίτας της περιφερείας αυτού· και παγκοσμίως, διά τον επίσκοπον Ρώμης ως πρώτον μεταξύ των πατριαρχών. Η διάκρισις αύτη επιπέδων ου μειοί την μυστηριακήν ισότητα παντός επισκόπου ή την καθολικότητα εκάστης τοπικής Εκκλησίας.

  1. Το ερώτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμης εν τῃ κοινωνίᾳ πασών των Εκκλησιών παραμένει προς μελέτην εις μεγαλύτερον βάθος. Ποία είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του επισκόπου της «πρώτης καθέδρας» εν μιᾴ εκκλησιολογίᾳ κοινωνίας και υπό το πρίσμα όσων περί συνοδικότητος και αυθεντίας έχομεν αναφέρει εν τω παρόντι εγγράφω; Πώς θα ήτο δέον να νοήται και να βιώται η διδασκαλία της πρώτης και της δευτέρας βατικανής συνόδου επί του παγκοσμίου πρωτείου υπό το φως της εκκλησιακής πρακτικής κατά την πρώτην χιλιετίαν; Ταύτα είναι κρίσιμα ερωτήματα διά τον ημέτερον διάλογον και διά τας ημετέρας ελπίδας περί αποκαταστάσεως της πλήρους μεταξύ ημών κοινωνίας.

  1. Ημείς, τα μέλη της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής διά τον Θεολογικόν Διάλογον μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είμεθα πεπεισμένοι ότι η ανωτέρω δήλωσις περί εκκλησιακής κοινωνίας, συνοδικότητος και αυθεντίας αντιπροσωπεύει θετικήν και σημαίνουσαν πρόοδον εν τω διαλόγω ημών και ότι παρέχει σταθερόν έρεισμα διά μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτήματος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τῃ Εκκλησίᾳ. Συνειδητοποιούμεν ότι πολλά δυσπρόσιτα ερωτήματα μένουν προς διασάφησιν, ελπίζομεν όμως ότι, διακρατούμενοι υπό της προσευχής του Ιησού «ίνα πάντες έν ώσι, […] ίνα ο κόσμος πιστεύσῃ» (Ιω. 17,21) και εν υπακοῄ προς το Άγιον Πνεύμα, δυνάμεθα να οικοδομήσωμεν επί της ήδη επιτευχθείσης συμφωνίας. Επαναβεβαιούντες και ομολογούντες «ένα Κύριον, μίαν πίστιν, έν βάπτισμα» (Προς Εφεσ. 4,5), δοξάζομεν Θεόν Αγίαν Τριάδα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Ός συνήγαγεν ημάς.

[Μετάφρασις εκ του αγγλικού:

Δρ Νικόλαος Κ. Πετρόπουλος,

M.St., D.Phil.]

1 Τα Ορθόδοξα μέλη ῃσθάνθησαν σημαντικόν να τονίσωσιν ότι η χρήσις των όρων και εκφράσεων «η Εκκλησία», «η ανά τον κόσμον Εκκλησία», «η αδιαίρετος Εκκλησία» και «το Σώμα Χριστού» εν τῳ παρόντι εγγράφῳ και εν παρομοίοις εγγράφοις εκπονηθείσιν υπό της Μικτής Επιτροπής κατ’ ουδένα τρόπον δεν υπονομεύει την αυτο-αντίληψιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, περί της οποίας ομιλεί το Σύμβολον της Πίστεως της Νικαίας. Εκ Καθολικής επόψεως ισχύει η αυτή αυτο-επίγνωσις: η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία «υφίσταται εν τῃ Καθολικῄ Εκκλησίᾳ» (Lumen Gentium, 8)· τούτο δεν αποκλείει την αναγνώρισιν ότι στοιχεία της αληθούς Εκκλησίας είναι παρόντα εκτός της Καθολικής κοινωνίας.

Related Articles

Όψεις του διαλόγου της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, τον ισλαμισμό και τον εβραϊσμό

Όψεις του διαλόγου της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, τον ισλαμισμό και τον εβραϊσμό   ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε μία εποχή που κυριαρχεί η βία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η τρομοκρατία που βρίσκει τη δικαιολογία […]

«Η ειρήνη ως πορεία ελπίδας: Διάλογος, συμφιλίωση και οικολογική μεταστροφή» [2020]

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ 53ης ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ  ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ 1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020 Η ΕΙΡΗΝΗ ΩΣ ΠΟΡΕΙΑ ΕΛΠΙΔΑΣ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ   Η ειρήνη, ως πορεία ελπίδας μπροστά στα […]